στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο
(bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο)
= betrübt, bedrückt, bekümmert, traurig:
• "[...]", είπε στενοχωρημένος ο Μπατής. |
"[...]", sagte Batis betrübt. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• ελαφρά στενοχωρημένη και με κάποιες τύψεις |
leicht bedrückt […], [und] mit Gewissensbissen [weil zur gleichen Zeit ihr Mann zu ihrer beider Wohl hart arbeitete] [legte sie sich schlafen] [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Σηκώθηκα αναστενάζοντας και έψαξα για τη γριά γάτα. Δεν είχε γυρίσει πίσω. Στενοχωρημένη ζέστανα λίγο γάλα στο καμινέτο και [...]. |
Ich stand seufzend auf und suchte die alte Katze. Sie war nicht zurückgekommen. Bedrückt wärmte ich [weibl.] ein wenig Milch auf dem Kocher und [...]. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• Φαινόταν πολύ στενοχωρημένος. |
Er machte einen sehr bekümmerten Eindruck. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• "Δε βρήκα τίποτα", είπε η αποκλειστική με ύφος στενοχωρημένου παιδιού. |
"Ich habe nichts gefunden [sc. nicht den von mir gesuchten Flaschenöffner gefunden]", sagte die Privat[kranken]schwester mit dem Ausdruck eines traurigen Kindes. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Η μάνα είναι στενοχωρημένη [...]. |
Die Mutter ist traurig, ...[weil ihr kleines Kind gestorben ist]. [GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)] |
• Δεν μ’ αρέσει να σ’ ακούω στενοχωρημένη. |
Ich mag es nicht, wenn du [weibl.] traurig klingst. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
Weitere Wörter:
- ΣΤΑΘΜΟΣ, ο...σταθμός, ο = [u.a.] der Meilenstein / der Markstein [sc. ein (ganz) wesentliches Ereignis im Rahmen eines Entwicklungsprozesses] ...
- ΣΤΑΜΑΤΩ...σταματώ (-άς) • Ο Μπατής σταμάτησε πάλι το λόγο του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι....
- ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
- ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
- ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
- ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
- ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
- ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....
- ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
- ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
- ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
- ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
- ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
- ΣΤΕΡΩ...στερώ (-είς) Übersicht: A) Aktivform B) Passivform A) Aktivform: a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον) ([bzw.]:...
- ΣΤΕΦΑΝΙ, το...στεφάνι, το 1) der Kranz [allgemein]: • τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί ° die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren 2....
- ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ, το...στεφάνωμα, το = die Trauung / die Hochzeit Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :...