στεφάνι, το


1) der Kranz [allgemein]:

• τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί  °  die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren


2.1) Reifen bei der Hochzeitszeremonie

[Anm.: vgl. dazu auch die Beschreibung unter στεφάνωμα, το]


2.2.) [alltagssprachlich]: στεφάνι (iS von Z 2.1) in metaphorischer Verwendung (iS von: Hochzeit bzw. Ehe):

a) βάζω στεφάνι  =  παντρεύομαι  [ΛΜΠ / ΛΚΝ] / heiraten [Pons online]

b) την έχει χωρίς στεφάνι = ζει μαζί της χωρίς να την έχει παντρευτεί  [ΛΜΠ]

c) Sonstiges:

• Τελικά εκείνη βρέθηκε στην Αθήνα. Με στεφάνι.  °  Zu guter Letzt landete sie in Athen. [sc. meine Schwester (nachdem sie unser Dorf verlassen hatte)] Unter der Haube. // [...], am Ende tauchte sie in Athen wieder auf – verheiratet obendrein.   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] 

• "Το τρίτο στεφάνι" [Titel eines Romans von Κώστας Ταχτσής]  °  "Dreimal unter der Haube" [= Titel der deutschen Übersetzung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
  • ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
  • ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
  • ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
  • ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
  • ΣΤΕΡΩ...στερώ (-είς) Übersicht: A) Aktivform B) Passivform A) Aktivform: a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον) ([bzw.]:...
Nachher:
  • ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ, το...στεφάνωμα, το = die Trauung / die Hochzeit Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :...
  • ΣΤΗΝΩ...στήνω 1. στήνω (+ Akk.) ° jemanden [bei einem vereinbarten Treffen] warten lassen: • Έχει περάσει ένα τέταρτο από την ώρα του ραντεβού τους και εκείνος,...
  • ΣΤΙΓΜΗ, η...στιγμή, η Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. προς στιγμή(ν) 3. κάποια στιγμή 4. σε μια στιγμή // μια στιγμή 5. στη στιγμή 6.1. τη στιγμή που [bzw.] 6.2. τη στιγμή,...
  • ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ, -α, -ο...στιγμιαίος, -α, -ο • Τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία πίσω από τα γυαλιά. ° Seine Augen blitzten einen Moment hinter den Brillengläsern auf. [GF+DF aus:...
  • ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ, η...στιχομυθία, η = der Wortwechsel [im konkreten Fall: zwischen zwei Ehegatten (im Streit)] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • ΣΤΟΑ, η...στοά, η 1) die Passage [mit Läden] * // die Arkade [entlang einer Häuser­zeile]** // der Durchgang *** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στοιχειωμένος, -η, -ο • Ένας στοιχειωμένος στρατός σε στάση προσοχής. ° Sie wirken wie ein Geisterwald [GF: eine Geisterarmee] in Habachtstellung. [sc....
  • ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΩ...στοιχειώνω • στοιχειωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
  • ΣΤΟΙΧΗΜΑ, το...στοίχημα, το 1. Grundbedeutung: die Wette 2. στοίχημα ότι / πως ... : • Στοίχημα ότι θα χρειαστεί να τους σύρεις στο δικαστήριο; ° Wetten,...