AUTORENNFAHRER, der


=  ο οδηγός αγώνων  //  ο αυτοκινητιστής αγώνων  //  ο οδηγός αυτοκινήτων κούρσας  //  ο οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων


Weitere Wörter:

Vorher
  • AUTOMATISIERUNG, die... • die Automatisierung [der Produktion in einem Betrieb] ° η αυτοματοποίηση [bzw. auch:...
  • AUTOMECHANIKER, der... = ο μηχανικός αυτοκινήτων ...
  • AUTOMOBIL+... • die Automobilweltmeisterschaft [wörtl.:...
  • AUTONOM... = αυτόνομος, -η, -ο ...
  • AUTONOMIE, die... = η αυτονομία ...
  • AUTONUMMER, die... (bzw. allgemein: die Kraftfahrzeugnummer) = ο αριθμός κυκλοφορίας ...
  • AUTOPSIE, die... s. Obduktion, die ...
  • AUTOR, der / AUTORIN, die... s. Schriftsteller / Schriftstellerin [bzw.] Verfasser / Verfasserin ...
  • AUTOREIFEN, der... = το λάστιχο (του) αυτοκινήτου (Pl.: τα λάστιχα αυτοκινήτων) ...
  • AUTORENNEN, das... die Autorennen ° οι κούρσες αυτοκινήτων // οι αγώνες αυτοκινήτου [bzw....
Nachher:
  • AUTOREPARATURWERKSTATT, die... = το συνεργείο αυτοκινήτων ...
  • AUTORITÄR... = αυταρχικός, -ή, -ό:...
  • AUTOSCHLANGE, die... (Autokolonne, die) • Autoschlangen (Autokolonnen) ° ουρές από αυτοκίνητα // ουρές αυτοκινήτων [bzw. auch:...
  • AUTOSTOPPEN... = κάνω ώτο-στοπ ...
  • AUTOSTUNDE, die... • zwei Autostunden [wörtl.:...
  • AUTOTRANSPORTER, der... [zB. die Hödlmayer-Fahrzeuge] = η νταλίκα μεταφοράς αυτοκινήτων ...
  • AUTOUNFALL, der... 1) το αυτοκινητι(στι)κό δυστύχημα // το αυτοκινητι(στι)κό ατύχημα [Anm.:...
  • AUTOVERMIETUNG, die... • die Autovermietung(sgesellschaft) (= die "Leihwagenfirma") ° η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων • Autovermietungen [wörtl.:...
  • AUTOWASCHEN, das... = το πλύσιμο των αυτοκινήτων ...