AUTORITÄR


=  αυταρχικός, -ή, -ό:

• die autoritären Regime  °  τα αυταρχικά καθεστώτα

• der autoritäre Mief der 50er-Jahre  °  η αυταρχική μούχλα της δεκαετίας του 1950


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • AUTOSCHLANGE, die... (Autokolonne, die) • Autoschlangen (Autokolonnen) ° ουρές από αυτοκίνητα // ουρές αυτοκινήτων [bzw. auch:...
  • AUTOSTOPPEN... = κάνω ώτο-στοπ ...
  • AUTOSTUNDE, die... • zwei Autostunden [wörtl.:...
  • AUTOTRANSPORTER, der... [zB. die Hödlmayer-Fahrzeuge] = η νταλίκα μεταφοράς αυτοκινήτων ...
  • AUTOUNFALL, der... 1) το αυτοκινητι(στι)κό δυστύχημα // το αυτοκινητι(στι)κό ατύχημα [Anm.:...
  • AUTOVERMIETUNG, die... • die Autovermietung(sgesellschaft) (= die "Leihwagenfirma") ° η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων • Autovermietungen [wörtl.:...
  • AUTOWASCHEN, das... = το πλύσιμο των αυτοκινήτων ...
  • AUTOWERKSTATT, die [bzw.] AUTOWERKSTÄTTE, die... s. Autoreparaturwerkstatt, die ...
  • AUTOWRACK, das... • ~Autowracks ° απομεινάρια αυτοκινήτων • das ~Autowrack [zB....