ANGEKLAGTER (der Angeklagte) / ANGEKLAGTE, die


1) der Angeklagte  °  ο κατηγορούμενος

(Gen.: του κατηγορουμένου [bzw.] του κατηγορούμενου)


2) die Angeklagte  °  η κατηγορούμενη  [bzw. auch:]  η κατηγορουμένη


Weitere Wörter: