AUTSCH
Weitere Wörter:
Vorher
- AUTORITÄR... = αυταρχικός, -ή, -ό:...
- AUTOSCHLANGE, die... (Autokolonne, die) • Autoschlangen (Autokolonnen) ° ουρές από αυτοκίνητα // ουρές αυτοκινήτων [bzw. auch:...
- AUTOSTOPPEN... = κάνω ώτο-στοπ ...
- AUTOSTUNDE, die... • zwei Autostunden [wörtl.:...
- AUTOTRANSPORTER, der... [zB. die Hödlmayer-Fahrzeuge] = η νταλίκα μεταφοράς αυτοκινήτων ...
- AUTOUNFALL, der... 1) το αυτοκινητι(στι)κό δυστύχημα // το αυτοκινητι(στι)κό ατύχημα [Anm.:...
- AUTOVERMIETUNG, die... • die Autovermietung(sgesellschaft) (= die "Leihwagenfirma") ° η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων • Autovermietungen [wörtl.:...
- AUTOWASCHEN, das... = το πλύσιμο των αυτοκινήτων ...
- AUTOWERKSTATT, die [bzw.] AUTOWERKSTÄTTE, die... s. Autoreparaturwerkstatt, die ...
- AUTOWRACK, das... • ~Autowracks ° απομεινάρια αυτοκινήτων • das ~Autowrack [zB....
Nachher:
- AVANTGARDE, die... = η πρωτοπορία ...
- AVIGNON... [Stadt in Frankreich] = η Αβινιόν [Anm.: η !] ...
- AXT, die... (Hacke, die) = το τσεκούρι (Gen.: του τσεκουριού) ...
- AXT+... • die Axthiebe ° οι τσεκουριές ...
- AZETON, das... (auch: Aceton, das) = το ασετόν ...
- AZOREN, die... [Inselgruppe im Atlantik] = οι Αζόρες (Akk.: τις Αζόρες) ...
- AZUBI, der / AZUBI, die... (= umgangssprachliche Kurzform für: der/die Auszubildende) vgl. Lehrling, der ...
- BABEL... [hebräischer Name der antiken Stadt Babylon] = η Βαβέλ: • der Turm von Babel ° ο πύργος της Βαβέλ ...
- BABY, das... 1) το μωρό: • ein behaartes Schimpansenbaby ° ένα μαλλιαρό μωρό χιμπαντζή 2) το βρέφος (= der Säugling) ...