BRAUCH, der
= το έθιμο:
• Sitten, Bräuche und Traditionen des griechischen Volkes ° ήθη, έθιμα και παραδόσεις του ελληνικού λαού
• (Die) Sitten sind die Auffassungen, "die ungeschriebenen Gesetze" einer jeden Gesellschaft, während (die) Bräuche die Handlungen sind, mit denen diese Auffassungen ausgedrückt werden. Wenn sich die Bräuche beständig von Generation zu Generation wiederholen, entstehen die Traditionen. ° Τα ήθη είναι οι αντιλήψεις, "οι άγραφοι νόμοι" κάθε κοινωνίας, ενώ τα έθιμα είναι οι πράξεις με τις οποίες εκφράζονται οι αντιλήψεις αυτές. Όταν τα έθιμα επαναλαμβάνονται σταθερά από γενιά σε γενιά, δημιουργούνται οι παραδόσεις. [GF aus: Αμπελιώτης κ.ά.: Οικιακή Οικονομία, Β' Γυμνασίου]
Weitere Wörter:
Vorher
- BRANDSTIFTER, der / BRANDSTIFTERIN, die... 1) der Brandstifter ° ο εμπρηστής 2) die Brandstifterin ° η εμπρήστρια ...
- BRANDSTIFTUNG, die... = ο εμπρησμός ...
- BRANDY, der... = το μπράντυ ...
- BRASILIANER, der / BRASILIANERIN, die... 1) der Brasilianer ° ο Βραζιλιάνος * [bzw.] ο Βραζιλιανός 2) die Brasilianerin ° η Βραζιλιάνα * [bzw....
- BRASILIANISCH... 1) [personenbezogen]: βραζιλιάνος [bzw.] βραζιλιάνα 2) [sachbezogen]: βραζιλιάνικος, -η, -ο ...
- BRASILIEN... = η Βραζιλία ...
- BRATEN [Verb]... 1) ψήνω [= lt. Pons online und Langenscheidt online: braten "im Backofen, auf dem Rost" bzw. "im Ofen, auf dem Rost"]: • braten [zB....
- BRATEN, der... = το ψητό [Pons online; Hueber-Gastro] ...
- BRATHUHN, das... = το ψητό κοτόπουλο [Anm.: vgl. Pons online und Langenscheidt online: ψητό κοτόπουλο = Brathähnchen bzw. Griechisch für die Reise (Berlitz):...
- BRATISLAVA... (Pressburg) [Hauptstadt der Slowakei] = η Μπρατισλάβα ...
Nachher:
- BRAUCHEN... Übersicht: 1) a) χρειάζομαι b) μου χρειάζεται c) [bei Verneinungen auch:] δεν χρειάζεται να ... (+ Verb in 1. Person) 2) έχω ανάγκη (+ Akk. // + Gen....
- BRAUE, die... vgl. Augenbraue, die ...
- BRAUEREI, die... = το ζυθοποιείο [bzw. auch:] η ζυθοποιία [synonym] ...
- BRAUN... 1) [allgemein als Farbe]: a) καστανός, -ή, -ό: • braune (brünette) Haare ° καστανά μαλλιά • ihre [= Marias] braunen Augen ° τα καστανά της μάτια b) καφέ:...
- BRAUNBÄR, der... = η καφέ αρκούδα: • Unser Land [sc. Griechenland] beherbergt die größte Anzahl an Braunbären [GF wörtl.: des Braunbären (Singular!)] in Europa....
- BRÄUNEN... • das Bräunen [in der Sonne] ° το μαύρισμα [Anm.: το μαύρισμα bedeutet auch:...
- BRÄUNUNG, die... [der Haut als Folge des Sonnenbades (bzw. eines Solariumsbesuchs)] = το μαύρισμα [Anm.: το μαύρισμα bedeutet auch:...
- BRAUSEN... • das Brausen der [Meeres-]Wellen ° το μουγκρητό των κυμάτων ...
- BRAUSETABLETTE, die... = το αναβράζον δισκίο ...