EXPERTE, der / EXPERTIN, die


1) der Experte:

       a) ο ειδικός:

• Meine eigene Beschäftigung mit der Musik liegt [wörtl.: ist] im Amateur-Bereich. Ich bin kein Experte (Spezia­list) dafür.  °  Η δική μου ενασχόληση με τη μουσική είναι στον ερασιτεχνικό τομέα. Δεν είμαι ειδικός πάνω σ’ αυτό.

• er [dieser Psychiater] ist Experte für Angststörungen  °  είναι ειδικός στις διαταραχές άγχους

• vielleicht mit Ausnahme von Exper­ten für Atomenergie  °  με εξαίρεση ίσως ειδικούς στην πυρηνική ενέργεια

• Darin bist du [männl.] Experte. [sc.: darin, anderen die Freude zu verderben (Vorwurf)]  °  Είσαι ειδικός σ’ αυτό.

• Die Gesundheitsexperten empfehlen […]  °  Οι ειδικοί σε θέματα υγείας συστήνουν [...]

• eine Expertengruppe [der EU] wird Vietnam besuchen  °  ομάδα ειδικών θα επισκεφθεί το Βιετνάμ

       b) ο εμπειρογνώμονας:

• amerikanische Militärexperten  °  Αμερικανοί στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες

       c) ο ειδήμονας:

• die [Fußball-]Trainer und die [Fußball-]Experten  °  οι προπονητές και οι ειδήμονες


2) die Expertin  °  η ειδική:

• Ich bin natürlich keine Expertin (Spezialistin) [für (die Beurteilung von) Malerei], aber ein bisschen etwas verstehe auch ich von diesen Dingen.  °  Δεν είμαι βέβαια ειδική, αλλά κάτι ξέρω κι εγώ απ’ αυτά τα πράγματα.


Weitere Wörter:

Vorher
  • EXOGEN... = εξωγενής, -ής, -ές: • die exogene Depression ° η εξωγενής κατάθλιψη [vgl.:...
  • EXORZIST, der... = ο εξορκιστής ...
  • EXPANDIEREN... = επεκτείνομαι:...
  • EXPANSION, die... = η επέκταση:...
  • EXPANSIV... = επεκτατικός, -ή, -ό: • die expansive Geldpolitik [zB....
  • EXPEDITION, die... = η επιστημονική αποστολή [bzw. im weiteren Verlauf desselben Texts auch nur:] η αποστολή ...
  • EXPERIMENT, das... = το πείραμα ...
  • EXPERIMENTAL+... • der Experimentalfilm ° η πειραματική ταινία • die Experimentalgruppe [bei der Durchführung von wissenschaftlichen Experimenten]: vgl....
  • EXPERIMENTELL... = πειραματικός, -ή, -ό: • die experimentelle Studie ° η πειραματική έρευνα ...
  • EXPERIMENTIEREN... 1) πειραματίζομαι: • experimentierend [zB. mit ausgefallenen Zutaten beim Kochen] ° πειραματιζόμενος, ‑η, -ο 2) Sonstiges: • Was macht [iS von:...
Nachher:
  • EXPLODIEREN... 1) εκρήγνυμαι [bzw.] εκρηγνύομαι: • sie neigen dazu,...
  • EXPLORER, der... • der Microsoft Internet Explorer [Browser] ° ο Microsoft Internet Explorer [Anm.: ο !] ...
  • EXPLOSION, die... = η έκρηξη:...
  • EXPONENT, der... [in der Mathematik] = ο εκθέτης: • Die natürliche Zahl a heißt Basis (Grundzahl) der Potenz und (die Zahl) n Exponent (Hochzahl)....
  • EXPONENTIAL+... • die Exponentialfunktion [in der Mathematik] ° η εκθετική συνάρτηση ...
  • EXPONENTIELL... • das exponentielle Wachstum ° η εκθετική ανάπτυξη ...
  • EXPORT, der... (Ausfuhr, die) = η εξαγωγή ...
  • EXPORT+... (Ausfuhr+) • der Exportanteil [einer Volkswirtschaft] ° το μερίδιο των εξαγωγών [Anm.: vgl. im selben Sinn:...
  • EXPORTEUR, der... = ο εξαγωγέας (Pl.: οι εξαγωγείς) ...