EXPANSIV


=  επεκτατικός, -ή, -ό:

• die expansive Geldpolitik [zB. der USA Anfang der 1990er-Jahre]  °  η επεκτατική χρηματοπιστωτική πολιτική


Weitere Wörter:

Vorher
  • EXISTIEREN... = υπάρχω [BSe s. unter bestehen (Z 3)] ...
  • EXKLUSIV... 1) [iS von: ausschließlich]: αποκλειστικός, -ή, -ό 2) [iS von: mondän, elitär – zB. ein Badeort]: ~ ελιτίστικος, -η,...
  • EXKREMENTE, die... (Fäkalien, die) 1) τα περιττώματα: • Überall [am Platz] traf man auf Hunde oder Hunde-Exkremente....
  • EXKURS, der... [zB. in einem Buch oder Aufsatz] = η παρέκβαση // η παρένθεση ...
  • EXKURSION, die... [einer Schulklasse] = η εκπαιδευτική εκδρομή [Anm.: wohl synonym mit:...
  • EXODUS, der... • Exodus [= eines der Bücher des Alten Testaments] ° Έξοδος ...
  • EXOGEN... = εξωγενής, -ής, -ές: • die exogene Depression ° η εξωγενής κατάθλιψη [vgl.:...
  • EXORZIST, der... = ο εξορκιστής ...
  • EXPANDIEREN... = επεκτείνομαι:...
  • EXPANSION, die... = η επέκταση:...
Nachher:
  • EXPEDITION, die... = η επιστημονική αποστολή [bzw. im weiteren Verlauf desselben Texts auch nur:] η αποστολή ...
  • EXPERIMENT, das... = το πείραμα ...
  • EXPERIMENTAL+... • der Experimentalfilm ° η πειραματική ταινία • die Experimentalgruppe [bei der Durchführung von wissenschaftlichen Experimenten]: vgl....
  • EXPERIMENTELL... = πειραματικός, -ή, -ό: • die experimentelle Studie ° η πειραματική έρευνα ...
  • EXPERIMENTIEREN... 1) πειραματίζομαι: • experimentierend [zB. mit ausgefallenen Zutaten beim Kochen] ° πειραματιζόμενος, ‑η, -ο 2) Sonstiges: • Was macht [iS von:...
  • EXPERTE, der / EXPERTIN, die... 1) der Experte: a) ο ειδικός: • Meine eigene Beschäftigung mit der Musik liegt [wörtl.: ist] im Amateur-Bereich....
  • EXPLODIEREN... 1) εκρήγνυμαι [bzw.] εκρηγνύομαι: • sie neigen dazu,...
  • EXPLORER, der... • der Microsoft Internet Explorer [Browser] ° ο Microsoft Internet Explorer [Anm.: ο !] ...
  • EXPLOSION, die... = η έκρηξη:...