FAHRZEUG, das


1) [Auto; aber auch Motorrad, Moped, Fahrrad etc.]: το όχημα


2) το τροχοφόρο:

• bis zu dem Moment, als der Reisebus vorbeigefahren war, das einzige Fahrzeug, das sie seit dem Morgen [auf dieser Straße] gesehen hatte  °  μέχρι τη στιγμή που είχε περάσει το πούλμαν, το μοναδικό τροχοφόρο που είχε δει απ’ το πρωί


Weitere Wörter:

Vorher
  • FAHRTDAUER, die... vgl. Fahrzeit, die ...
  • FAHRTENBUCH, das... = το βιβλίο διαδρομών ...
  • FAHRTGESCHWINDIGKEIT, die... vgl. Fahrgeschwindigkeit, die ...
  • FAHRTRICHTUNG, die... 1) η κατεύθυνση της κίνησης: • in ihrer [sc. dieser Autolenker] Fahrtrichtung ° προς την κατεύθυνση της κίνησής τους 2) η κατεύθυνση πορείας:...
  • FAHRTSPESEN, die... = τα έξοδα κίνησης ...
  • FAHRTZEIT, die... vgl. Fahrzeit, die ...
  • FAHRUNTERRICHT, der... = το μάθημα οδήγησης [bzw.] τα μαθήματα οδήγησης: • der Fahrunterricht (die Fahrstunde) in der Dauer von 45 Min....
  • FAHRVERBOT, das... = η απαγόρευση της κυκλοφορίας:...
  • FAHRVERHALTEN, das... • Unser Fahrverhalten [wörtl.: unser Fahren] innerhalb der Tunnel [= in Tunneln] muss besonders aufmerksam (vorsichtig) sein....
  • FAHRZEIT, die... (auch: Fahrtzeit, die) 1) η διάρκεια της διαδρομής:...
Nachher:
  • FAIR... 1) δίκαιος, -η, -ο: • er drückte die Hoffnung aus,...
  • FAIRNESS, die... • Fairness [verlange ich] ° δίκαιη συμπεριφορά [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] ...
  • FÄKALIEN, die... vgl. Exkremente, die ...
  • FAKIR, der... = ο φακίρης ...
  • FAKT, das/der... [gleichbedeutend mit: Faktum, das] = το δεδομένο: • Fakt [sc. Tatsache (ist folgender Umstand)]: […] ° Δεδομένο: [...] ...
  • FAKTEN, die... s. unter Faktum, das ...
  • FAKTISCH... vgl. de facto ...
  • FAKTOR, der... 1) ο παράγοντας: • die biologischen und genetischen Faktoren [Akk....
  • FAKTUM, das... = το δεδομένο:...