GASSE, die


1) το στενό:

• In der dritten Gasse rechts lag sein Haus ([bzw.] seine Wohnung).  °  Στο τρίτο στενό δεξιά βρισκόταν το σπίτι του.

• das Haus Annas war nur drei Gassen weiter als unseres  °  το σπίτι της Άννας ήταν μόνο τρία στενά πιο πέρα απ’ το δικό μας


2) το σοκάκι


3) το δρομάκι


4) Sonstiges:

• in der Domgasse Nummer 5  °  στην Ντόμγκασσε αριθμός 5    [Anm.: στήν !]


Weitere Wörter:

Vorher
  • GARTENZAUN, der... = ο φράχτης ...
  • GÄRTNER, der / GÄRTNERIN, die... 1) der Gärtner ° ο κηπουρός 2) die Gärtnerin ° η κηπουρός ...
  • GAS, das... 1) [allgemein (nicht-flüssige und nicht-feste Substanz)]: το αέριο 2) [Brennstoff]: a) το φωταέριο b) το γκάζι:...
  • GASANZÜNDER, der... = ο αναπτήρας γκαζιού ...
  • GASHERD, der...GASHERD,...
  • GASKAMMER, die... [im Konzentrationslager] = ο θάλαμος (των) αερίων // ο θάλαμος του γκαζιού ...
  • GASMASKE, die... = η αντιασφυξιογόνος μάσκα [Anm.: -γόνος !] (Pl.: οι αντιασφυξιογόνες μάσκες) ...
  • GASPEDAL, das... [bei einem Kraftfahrzeug] = το πεντάλ (του) γκαζιού // το γκάζι ...
  • GASPISTOLE, die... = το πιστόλι γκαζιού: • Sie können eine Gaspistole nicht von einer echten (einer richtigen) unterscheiden....
  • GASROHR, das... = o σωλήνας φωταερίου (Pl.: οι σωλήνες φωταερίου) ...
Nachher:
  • GAST, der... 1.1) ο (προσ)καλεσμένος: • die Gäste [die man zu sich nach Hause eingeladen hat] ° οι καλεσμένοι • der Flug mit der Austrian Airlines,...
  • GASTARBEITER, der... • Er [dieser Türke, den wir auf unserer Türkei-Reise kennenlernten] war Gastarbeiter in Deutschland, sprach bayrischen Dialekt....
  • GÄSTEBUCH, das... (das "Guestbook") [auf einer Website im Internet] = το βιβλίο επισκεπτών ...
  • GÄSTELISTE, die... [zB. der zu einer Party Eingeladenen] = η λίστα καλεσμένων ...
  • GÄSTEZIMMER, das... • das Gästezimmer [in einem (Privat-)Haus] ° το δωμάτιο για τους φιλοξενούμενους • die Gästezimmer [zB....
  • GASTFREUNDLICH... = φιλόξενος, -η, -ο: • die traditionell gastfreundlichen Griechen ° οι παραδοσιακά φιλόξενοι Έλληνες ...
  • GASTFREUNDLICHKEIT, die // GASTFREUNDSCHAFT, die... = η φιλοξενία:...
  • GASTGARTEN, der... = ο κήπος του εστιατορίου ...
  • GASTGEBER, der / GASTGEBERIN, die... 1) der Gastgeber: a) ο οικοδεσπότης: • der Gastgeber [zB. jener eines zu Hause veranstalteten Essens oder Balls; jener,...