GÄRTNER, der / GÄRTNERIN, die


1) der Gärtner  °  ο κηπουρός

2) die Gärtnerin  °  η κηπουρός


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • GAS, das... 1) [allgemein (nicht-flüssige und nicht-feste Substanz)]: το αέριο 2) [Brennstoff]: a) το φωταέριο b) το γκάζι:...
  • GASANZÜNDER, der... = ο αναπτήρας γκαζιού ...
  • GASHERD, der...GASHERD,...
  • GASKAMMER, die... [im Konzentrationslager] = ο θάλαμος (των) αερίων // ο θάλαμος του γκαζιού ...
  • GASMASKE, die... = η αντιασφυξιογόνος μάσκα [Anm.: -γόνος !] (Pl.: οι αντιασφυξιογόνες μάσκες) ...
  • GASPEDAL, das... [bei einem Kraftfahrzeug] = το πεντάλ (του) γκαζιού // το γκάζι ...
  • GASPISTOLE, die... = το πιστόλι γκαζιού: • Sie können eine Gaspistole nicht von einer echten (einer richtigen) unterscheiden....
  • GASROHR, das... = o σωλήνας φωταερίου (Pl.: οι σωλήνες φωταερίου) ...
  • GASSE, die... 1) το στενό: • In der dritten Gasse rechts lag sein Haus ([bzw.] seine Wohnung). ° Στο τρίτο στενό δεξιά βρισκόταν το σπίτι του....