GÄRTNER, der / GÄRTNERIN, die
1) der Gärtner ° ο κηπουρός
2) die Gärtnerin ° η κηπουρός
Weitere Wörter:
Vorher
- GARDEROBENSTÄNDER, der...GARDEROBENSTÄNDER,...
- GARNELE, die... [Anm.: dem entspricht zumindest alltagssprachlich: die Krabbe] = η γαρίδα ...
- GARNIEREN... 1) γαρνίρω:...
- GARNITUR, die...GARNITUR,...
- GARTEN, der... = ο κήπος ...
- GARTENARBEIT, die... = η κηπουρική ...
- GARTENMÖBEL, die... (Campingmöbel, die) [zB. gepolsterte Sessel und Liegestühle etc.] = τα έπιπλα εξοχής ...
- GARTENSCHERE, die... (Heckenschere, die) = το κλαδευτήρι ...
- GARTENTOR, das // GARTENTÜR, die... [am Eingang zum Garten, durch den man zur Haustür des Einfamilienhauses gelangt] = η εξώπορτα ...
- GARTENZAUN, der... = ο φράχτης ...
Nachher:
- GAS, das... 1) [allgemein (nicht-flüssige und nicht-feste Substanz)]: το αέριο 2) [Brennstoff]: a) το φωταέριο b) το γκάζι:...
- GASANZÜNDER, der... = ο αναπτήρας γκαζιού ...
- GASHERD, der...GASHERD,...
- GASKAMMER, die... [im Konzentrationslager] = ο θάλαμος (των) αερίων // ο θάλαμος του γκαζιού ...
- GASMASKE, die... = η αντιασφυξιογόνος μάσκα [Anm.: -γόνος !] (Pl.: οι αντιασφυξιογόνες μάσκες) ...
- GASPEDAL, das... [bei einem Kraftfahrzeug] = το πεντάλ (του) γκαζιού // το γκάζι ...
- GASPISTOLE, die... = το πιστόλι γκαζιού: • Sie können eine Gaspistole nicht von einer echten (einer richtigen) unterscheiden....
- GASROHR, das... = o σωλήνας φωταερίου (Pl.: οι σωλήνες φωταερίου) ...
- GASSE, die... 1) το στενό: • In der dritten Gasse rechts lag sein Haus ([bzw.] seine Wohnung). ° Στο τρίτο στενό δεξιά βρισκόταν το σπίτι του....