GARTENMÖBEL, die (Campingmöbel, die)

[zB. gepolsterte Sessel und Liegestühle etc.]


=  τα έπιπλα εξοχής


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • GARTENSCHERE, die... (Heckenschere, die) = το κλαδευτήρι ...
  • GARTENTOR, das // GARTENTÜR, die... [am Eingang zum Garten, durch den man zur Haustür des Einfamilienhauses gelangt] = η εξώπορτα ...
  • GARTENZAUN, der... = ο φράχτης ...
  • GÄRTNER, der / GÄRTNERIN, die... 1) der Gärtner ° ο κηπουρός 2) die Gärtnerin ° η κηπουρός ...
  • GAS, das... 1) [allgemein (nicht-flüssige und nicht-feste Substanz)]: το αέριο 2) [Brennstoff]: a) το φωταέριο b) το γκάζι:...
  • GASANZÜNDER, der... = ο αναπτήρας γκαζιού ...
  • GASHERD, der...GASHERD,...
  • GASKAMMER, die... [im Konzentrationslager] = ο θάλαμος (των) αερίων // ο θάλαμος του γκαζιού ...
  • GASMASKE, die... = η αντιασφυξιογόνος μάσκα [Anm.: -γόνος !] (Pl.: οι αντιασφυξιογόνες μάσκες) ...