HANDELSEMBARGO, das


=  ο εμπορικός αποκλεισμός:

• drei Jahre nach dem Handelsembargo, das die internationale Gemeinschaft über den Irak verhängte  °  τρία χρόνια μετά τον εμπορικό αποκλεισμό που επέβαλε η διεθνής κοινότητα στο Ιράκ


Weitere Wörter:

Vorher
  • HÄNDCHEN, das... 1) το χεράκι 2) Händchen halten: • [...], Pärchen gehen ~Händ­­chen haltend (Hand in Hand) spazieren ° [...],...
  • HÄNDEDRUCK, der... = η χειραψία:...
  • HANDEL, der... 1) το εμπόριο (Gen.: του εμπορίου): • Sofias Familie trieb Handel mit Lederwaren. ° Η οικογένεια της Σοφίας έκανε εμπόριο δερματίνων ειδών....
  • HANDELN... Übersicht: 1) [iS von: agieren] 2) [iS von: mit Waren (etc.) Handel treiben] 3) [iS von: (um den Preis) feilschen] 4) von etwas handeln [iS von:...
  • HANDELSANGESTELLTER (der Handelsangestellte) / HANDELSANGESTELLTE, die...HANDELSANGESTELLTER (der Handelsangestellte) / HANDELSANGESTELLTE,...
  • HANDELSBETRIEB, der / HANDELSUNTERNEHMEN, das... [im Gegensatz zu Industriebetrieben] = η εμπορική επιχείρηση ...
  • HANDELSBILANZ, die... = το εμπορικό ισοζύγιο ...
  • HANDELSBILANZ+... • das Handelsbilanzdeifizit ° το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου • hohe Handelsbilanzüberschüsse ° υψηλά πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου ...
  • HANDELSBLOCKADE, die... vgl. Handelsembargo, das ...
  • HANDELSDELEGATION, die... [zB. jene einer rumänischen Stadt,...
Nachher:
  • HANDELSGERICHT, das... [zB. jenes in Wien] = το Εμποροδικείο ...
  • HANDELSKORRESPONDENZ, die... = η εμπορική αλληλογραφία ...
  • HANDELSNAME, der... [sc. die Marke (einer bestimmten Ware)] = η εμπορική επωνυμία ...
  • HANDELSPARTNER, der... = ο εμπορικός (συν)εταίρος: • die Chinesen [sc. China], der größte Handelspartner Myanmars [Burmas] ° οι Κινέζοι,...
  • HANDELSRECHT, das... = το εμπορικό δίκαιο ...
  • HANDELSVERTRETER, der... [als selbständiger Beruf] = ο εμπορικός αντιπρόσωπος ...
  • HÄNDEWASCHEN, das... = το πλύσιμο (των) χεριών (Gen.: του πλυσίματος των χεριών) • Hygieneempfehlungen,...
  • HANDFLÄCHE, die... = η παλάμη ...
  • HANDGELENK, das... 1) ο καρπός (του χεριού): • ihre [= Marias] Handgelenke [Akk.] ° τους καρπούς των χεριών της 2) [anatomisch]:...