HANDEL, der


1) το εμπόριο (Gen.: του εμπορίου):

• Sofias Familie trieb Handel mit Lederwaren.  °  Η οικογένεια της Σοφίας έκανε εμπόριο δερματίνων ειδών.

• Noch nicht einmal in Deutschland ist es im Handel (in den Handel gekommen) [sc.: dieses neue Modell einer Stereoanlage]  °  Ακόμα δε βγήκε στο εμπόριο ούτε στη Γερμανία.


2) Sonstiges:

• Der Handel [iS von: das Handel-Treiben, die Handelsaktivität, der Güteraustausch] ist [in dieser Region] schwierig, weil das Straßen- und Eisenbahnnetz nicht zufrieden­stel­lend ist.  °  Oι εμπορικές συναλλαγές είναι δύσκολες επειδή δεν είναι ικανοποιητικά τα οδικά και τα σιδηροδρομικά δίκτυα.


Weitere Wörter:

Vorher
  • HAMMERWERFER, der... = ο σφυροβόλος ...
  • HÄMOPHILIE, die... (Bluterkrankheit, die) = η αιμοφιλία // η αιμορροφιλία ...
  • HAND, die... Übersicht: A) [im wörtlichen (bzw. eher wörtlichen) Sinn]: 1) [allgemein] 2) die Hand geben [bzw.] die Hand schütteln 3....
  • HANDBALL, der... [Sportart] = το χάντμπολ [Anm.: so die Schreibweise bei ΛΜΠ, ΛΚΝ und Pons online] (auch gelesen: το χαντ-μπωλ) ...
  • HANDBALL+... • die Handballmannschaft ° η ομάδα χάντμπολ ...
  • HANDBEWEGUNG, die... = η κίνηση του χεριού ...
  • HANDBREMSE, die... [im Auto] = το χειρόφρενο ...
  • HANDBUCH, das... 1) το εγχειρίδιο: • das Benutzerhandbuch [zB. für eine Software] [wörtl.: das Benutzungshandbuch] ° το εγχειρίδιο χρήσης 2) Sonstiges:...
  • HÄNDCHEN, das... 1) το χεράκι 2) Händchen halten: • [...], Pärchen gehen ~Händ­­chen haltend (Hand in Hand) spazieren ° [...],...
  • HÄNDEDRUCK, der... = η χειραψία:...
Nachher: