HÄMOPHILIE, die (Bluterkrankheit, die)


=  η αιμοφιλία  //  η αιμορροφιλία


Weitere Wörter:

Vorher
  • HALTEVERBOT, das... • [sie geht] [bis] zu ihrem Wagen, der im Halteverbot steht ° μέχρι το αυτοκίνητό της, που είναι σταματημένο σε απαγορευμένη περιοχή [DF+GF aus:...
  • HALTUNG, die... 1) [sc. Körperhaltung]: a) η στάση: • eine schlechte (Körper-)Haltung ° μια κακή στάση του σώματος b) Sonstiges:...
  • HAMAS, die... [bewaffnete palästinensische Gruppierung] = η Χαμάς (Gen.: της Χαμάς / Akk.: τη Χαμάς) ...
  • HAMBURG... = το Αμβούργο ...
  • HAMBURGER / HAMBURGISCH... = αμβουργιανός, -ή, -ό ...
  • HAMBURGER, der [Speise]... [angeboten typischerweise in Fast-Food-Lokalen] = το χάμπουργκερ:...
  • HAMMER, der... 1) [allgemein als Werkzeug]: το σφυρί 2) unter den Hammer (kommen) [= versteigert werden]: (βγαίνω) στο σφυρί:...
  • HÄMMERN... • ich hämmere (trommle) an die Tür [meiner Gefängniszelle] ° βροντοκοπώ την πόρτα ...
  • HAMMERWERFEN, das... [Sportart] = η σφυροβολία [vgl.: das Kugelstoßen = η σφαιροβολία] ...
  • HAMMERWERFER, der... = ο σφυροβόλος ...
Nachher:
  • HAND, die... Übersicht: A) [im wörtlichen (bzw. eher wörtlichen) Sinn]: 1) [allgemein] 2) die Hand geben [bzw.] die Hand schütteln 3....
  • HANDBALL, der... [Sportart] = το χάντμπολ [Anm.: so die Schreibweise bei ΛΜΠ, ΛΚΝ und Pons online] (auch gelesen: το χαντ-μπωλ) ...
  • HANDBALL+... • die Handballmannschaft ° η ομάδα χάντμπολ ...
  • HANDBEWEGUNG, die... = η κίνηση του χεριού ...
  • HANDBREMSE, die... [im Auto] = το χειρόφρενο ...
  • HANDBUCH, das... 1) το εγχειρίδιο: • das Benutzerhandbuch [zB. für eine Software] [wörtl.: das Benutzungshandbuch] ° το εγχειρίδιο χρήσης 2) Sonstiges:...
  • HÄNDCHEN, das... 1) το χεράκι 2) Händchen halten: • [...], Pärchen gehen ~Händ­­chen haltend (Hand in Hand) spazieren ° [...],...
  • HÄNDEDRUCK, der... = η χειραψία:...
  • HANDEL, der... 1) το εμπόριο (Gen.: του εμπορίου): • Sofias Familie trieb Handel mit Lederwaren. ° Η οικογένεια της Σοφίας έκανε εμπόριο δερματίνων ειδών....