ABENDESSEN, das


1) το δείπνο:

• eine Einladung zum Abendessen bei Jannis  °  μια πρόσκληση για δείπνο στο σπίτι του Γιάννη

• Beim Abendessen schlug sie ihm vor, [...]  °  Την ώρα του δείπνου του πρότεινε να [...]


2) το βραδινό [bzw.] το βραδινό φαγητό:

• Stelios, der uns das Abendessen zubereitete (herrichtete)  °  ο Στέλιος που μας ετοίμαζε το βραδινό


3) Sonstiges:

• Was soll ich zum Abendessen (= als Abendessen) kochen?  °  Τι να μαγειρέψω για το βράδυ;

Weitere Wörter: