HOMOGENITÄT, die
= η ομοιογένεια:
• die Homogenität der ~Populärkultur [Griechenlands] ° η ομοιογένεια του λαϊκού πολιτισμού
• die Homogenität, die die traditionelle ländliche Gesellschaft [Griechenlands] aufweist ° η ομοιογένεια που παρουσιάζει η παραδοσιακή αγροτική κοινωνία
Weitere Wörter:
Vorher
- HOLPERN... • Der [auf dem Waldweg fahrende] Jeep holpert von Schlagloch zu Schlagloch. ° Το τζιπ χοροπηδάει από λακκούβα σε λακκούβα....
- HOLZ, das... 1) το ξύλο [bzw.] τα ξύλα: • Holz hacken ° κόβω ξύλα 2) Sonstiges:...
- HOLZFÄLLER, der... = ο ξυλοκόπος ...
- HOLZHACKEN, das... = το κόψιμο των ξύλων ...
- HOLZPANTOFFEL, der... • die weißen Holzpantoffel [die zB. ein Krankenpfleger im Spital trägt] ° τα άσπρα τσόκαρα ...
- HOLZPLATTE, die... = το νοβοπάν [bzw.] η πλάκα νοβοπάν (Pl.: τα νοβοπάν // οι πλάκες νοβοπάν) ...
- HOLZSCHEIT, das... • die Holzscheite [sc. die Holzstücke, die durch das Zerschlagen mit der Axt entstehen] ° τα ξύλα ...
- HOLZSPAN, der... s. Schiefer, der (Z 2) ...
- HOMEPAGE, die... 1) η ιστοσελίδα [DF+GF aus dem Glossar für ein Deutschlehrbuch von Klett] 2) Sonstiges:...
- HOMETRAINER, der... [sc....
Nachher:
- HOMÖOPATHIE, die... = η ομοιοπαθητική ...
- HOMÖOPATHISCH... = ομοιοπαθητικός, -ή, -ό:...
- HOMOSEXUALITÄT, die... = η ομοφυλοφιλία ...
- HOMOSEXUELL... 1) [personenbezogen]: ομοφυλόφιλος, -η 2) [sachbezogen (zB. eine Beziehung)]: ομοφυλοφιλικός, -ή, -ό ...
- HOMOSEXUELLER (der Homosexuelle) / HOMOSEXUELLE, die... 1) der Homosexuelle ° ο ομοφυλόφιλος (Gen.: του ομοφυλόφιλου // Pl./Gen.:...
- HONDURAS... = η Ονδούρα (Gen.: της Ονδούρας) ...
- HONGKONG... = το Χονγκ Κονγκ ...
- HONOLULU... = η Χονολουλού [Anm.: η !] ...
- HONORAR, das... [welches z.B. ein Anwalt oder ein Arzt bekommt] = η αμοιβή:...