HOLZSPAN, der


s. Schiefer, der (Z 2)


Weitere Wörter:

Vorher
  • HOLLYWOOD... = το Χόλ(λ)υγουντ [bzw.] το Χόλιγουντ ...
  • HOLLYWOOD+... • Hollywoodfilme ° χολιγουντιανές ταινίες ...
  • HOLOCAUST, der... [durch die Nazis] = το Ολοκαύτωμα: • Überlebende des Holocaust(s) ° επιζώντες του Ολοκαυτώματος ...
  • HOLPERN... • Der [auf dem Waldweg fahrende] Jeep holpert von Schlagloch zu Schlagloch. ° Το τζιπ χοροπηδάει από λακκούβα σε λακκούβα....
  • HOLZ, das... 1) το ξύλο [bzw.] τα ξύλα: • Holz hacken ° κόβω ξύλα 2) Sonstiges:...
  • HOLZFÄLLER, der... = ο ξυλοκόπος ...
  • HOLZHACKEN, das... = το κόψιμο των ξύλων ...
  • HOLZPANTOFFEL, der... • die weißen Holzpantoffel [die zB. ein Krankenpfleger im Spital trägt] ° τα άσπρα τσόκαρα ...
  • HOLZPLATTE, die... = το νοβοπάν [bzw.] η πλάκα νοβοπάν (Pl.: τα νοβοπάν // οι πλάκες νοβοπάν) ...
  • HOLZSCHEIT, das... • die Holzscheite [sc. die Holzstücke, die durch das Zerschlagen mit der Axt entstehen] ° τα ξύλα ...
Nachher:
  • HOMEPAGE, die... 1) η ιστοσελίδα [DF+GF aus dem Glossar für ein Deutschlehrbuch von Klett] 2) Sonstiges:...
  • HOMETRAINER, der... [sc....
  • HOMOGENITÄT, die... = η ομοιογένεια: • die Homogenität der ~Populärkultur [Griechenlands] ° η ομοιογένεια του λαϊκού πολιτισμού • die Homogenität,...
  • HOMÖOPATHIE, die... = η ομοιοπαθητική ...
  • HOMÖOPATHISCH... = ομοιοπαθητικός, -ή, -ό:...
  • HOMOSEXUALITÄT, die... = η ομοφυλοφιλία ...
  • HOMOSEXUELL... 1) [personenbezogen]: ομοφυλόφιλος, -η 2) [sachbezogen (zB. eine Beziehung)]: ομοφυλοφιλικός, -ή, -ό ...
  • HOMOSEXUELLER (der Homosexuelle) / HOMOSEXUELLE, die... 1) der Homosexuelle ° ο ομοφυλόφιλος (Gen.: του ομοφυλόφιλου // Pl./Gen.:...
  • HONDURAS... = η Ονδούρα (Gen.: της Ονδούρας) ...