KLEIDEN


1) sich kleiden  °  ντύνομαι:

• Es ist wahr, dass ich mich nicht sehr gut kleide (anziehe).  °  Είναι γεγονός ότι δεν ντύνομαι πολύ καλά.

• Maria kleidet sich besser als du.  °  Η Μαρία ντύνεται καλύτερα από σένα.


2) gekleidet  °  ντυμένος, -η, -ο:

• ganz in schwarz gekleidet  °  ντυμένος (-η, -ο) (στα) ολόμαυρα

• die zweitbest-gekleidete Frau Europas  °  η δεύτερη πιο καλοντυμένη γυναίκα της Ευρώπης


Weitere Wörter:

Vorher
  • KLAUSTROPHOBIE, die... = η κλειστοφοβία ...
  • KLAVIER, das... = το πιάνο ...
  • KLAVIER+... • meine Klavierlehrerin ° η δασκάλα πιάνου μου ...
  • KLEBEBAND, das... 1) [das man zB. um ein Paket gibt]: η κολλητική ταινία 2) das Klebeband / der Klebestreifen [iS von: Tixo bzw....
  • KLEBEN... = κολλώ (-άς) ...
  • KLEBRIG... = κολλώδης, -ης, -ες: • der klebrige Saft des Kompotts ° τα κολλώδη ζουμιά της κομπόστας ...
  • KLEBSTOFF, der // KLEBER, der... = η κόλλα ...
  • KLEE, der... = το τριφύλλι: • ein vierblättriger Klee ° ένα τετράφυλλο τριφύλλι ...
  • KLEID, das... 1) το φόρεμα:...
  • KLEIDCHEN, das... [das zB. ein kleines Mädchen trägt] = το φορεματάκι ...
Nachher: