ANEINANDER+ [Verbbestandteil]


1) aneinanderbinden:

• ich band sie aneinander (ich band sie zusammen) [sc. die (mit Heu gefüllten) Säcke  ° τα τσουβάλια] und zog sie hinter mir nach (hinter mir her)  °  τα έδεσα μεταξύ τους και τα τραβούσα πίσω μου

• ich band sie aneinander (ich band sie zusammen) [sc. die (zwei mit Kastanien gefüll­ten) Säcke ° τα τσουβάλια] und zog (schleppte) sie am Schnee hinter mir nach (hinter mir her)  °  τα έδεσα το ένα με το άλλο και τα έσυρα πίσω μου πάνω στο χιόνι


2) aneinanderdrängen:

• Schülerinnen saßen (dicht) aneinandergedrängt auf langen, schmalen Bänken  °  μαθήτριες κάθονταν στριμωγμένες η μια πλάι στην άλλη σε μακρόστενους πάγκους

• (eng) (aneinander)gedrängt [zB. im Auto sitzen]  °  στριμωγμένος, -η, -ο


3) aneinandergeraten: vgl. streiten (Z 1) ("sich streiten")


4) aneinanderreihen:

• Ich begriff keinen Satz (nicht einmal einen Satz) [seines Manuskripts]. Genauer gesagt, ich fand [darin] fast keinen Satz, nur aneinandergereihte Wörter und dazwischen hand­schrift­liche Korrek­tu­ren.  °  Δεν καταλάβαινα ούτε φράση. Για την ακρίβεια, δεν έβρισκα σχεδόν καμιά φράση, μόνο λέξεις αραδιασμένες τη μια μετά την άλλη και ενδιάμεσα χειρόγραφες διορθώσεις.

• Seine Besonderheit besteht jedoch darin, dass es – anstatt einzelne Wörter aneinan­der­zureihen (auf­zu­listen) – das Material in Wortgruppen derselben etymologischen Her­kunft, in etymologi­schen Familien anordnet. [gemeint ist das Wörterbuch (° το λεξικό) von Δορμπαράκης]  °  Η ιδιομορφία του ωστόσο συνίσταται στο ότι αντί να παρατάσσει μεμονωμένες λέξεις, διατάσσει το υλικό κατά ομάδες λέξεων της ίδιας ετυμολογικής καταγωγής, κατά ετυμολο­γικές οικογένειες.


Weitere Wörter:

Nachher: