ANFALL, der


1) η κρίση:

• der Asthmaanfall  °  η κρίση άσθματος

• ein Hustenanfall  °  μια κρίση βήχα

• er bekam einen Wutanfall  °  έπαθε κρίση θυμού   [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• Er bekam einen Anfall [von Wut, Empörung etc.], Luisa hatte Angst, ihm könne [vor Zorn] Schaum aus dem Mund kommen.  °  Τον έπιασε κρίση, η Λουίζα φοβόταν πως θα άφριζε.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Die Knie wurden mir weich, und ich musste mich festhalten, bis der kleine Schwäche­anfall vorbeiging.  °  Τα γόνατά μου λύγισαν και έπρεπε να κρατηθώ γερά μέχρι να μου περάσει η σύντομη αυτή κρίση αδυναμίας.   [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]


2) η προσβολή:

• der Herzanfall / die Herzattacke  °  η καρδιακή προσβολή


3) Sonstiges:

• Schwindelanfälle / Schwindelzustände  °  επεισόδια ζάλης


Weitere Wörter: