ANFANG, der
1) η αρχή [bzw.] οι αρχές:
• am Anfang / zu Beginn ° στην αρχή
• es scheint, dass er mich von Anfang an nicht mochte (nicht leiden konnte) ° φαίνεται ότι με αντιπάθησε από την αρχή
• Aber du [männl.] weißt (doch) selbst, dass sie [= Maria] von Anfang an gegen diese Idee [sc. unser Vorhaben] war. ° Όμως ξέρεις και ο ίδιος ότι ήταν από την αρχή αντίθετη με αυτή την ιδέα.
• Ich stelle ~gleich am Anfang (gleich zu Beginn) [sc. bevor ich noch meinen Kommentar äußere] meinen Standpunkt [zum gegenständlichen Problem] klar. ° Ξεκαθαρίζω απ’ την αρχή τη θέση μου.
• Wie für das erste, so war auch für das zweite Interview [mit dem Autor] eine lange Vorbereitungszeit erforderlich. Den Anfang machte (Am Anfang stand) ein Brief, mit (= in) dem ich dem Autor vorschlug, […] ° Όπως για την πρώτη έτσι και για τη δεύτερη συνέντευξη απαιτήθηκε μακρά περίοδος προετοιμασίας. Η αρχή έγινε με μια επιστολή, με την οποία πρότεινα στο συγγραφέα να [...]
• Aller Anfang ist schwer. ° Κάθε αρχή και δύσκολη.
• Ganz am Anfang [des Basars] sind die Läden mit den Oliven. ° Αρχή αρχή είναι τα μαγαζιά με τις ελιές.
• während der Renaissance und des Anfangs / Beginns (= und zu Beginn) der Neuzeit ° κατά την Αναγέννηση και την αρχή των Νεότερων χρόνων
• Anfang nächster Woche ° στις αρχές της επομένης εβδομάδας
• Anfang April ° στις αρχές (του) Απριλίου
• Es war Anfang Mai, drei-vier (Uhr) nachmittags, [...] ° Ήταν αρχές Μαΐου, τρεις‑τέσσερις το απόγεμα, [...]
• (zu) Anfang des Jahres (zu Jahresbeginn) ° στις αρχές της χρονιάς // στις αρχές του έτους // στην αρχή του χρόνου
• zu Herbstanfang (zu Herbstbeginn) ° στις αρχές του φθινοπώρου
• Anfang der vierziger Jahre [dieses Jahrhunderts] ° στις αρχές της δεκαετίας του 1940
• seit Anfang des Monats ° από τις αρχές του μήνα
• seit Anfang September ° από τις αρχές Σεπτεμβρίου
• seit Anfang des Jahres (seit Jahresbeginn) ° από τις αρχές του χρόνου // από την αρχή του χρόνου // από τις αρχές του έτους
2) η έναρξη:
• der Anfang (der Beginn) des neuen Schuljahres ° η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς
• der Schulbeginn (der Schulanfang) [nach den Sommerferien] ° η έναρξη του σχολείου
• nach Anfang (nach Beginn) des Krieges / nach Kriegsbeginn ° μετά την έναρξη του πολέμου
3) το ξεκίνημα:
• Am Anfang (Am Beginn) seines Studentenlebens fühlte sich mein Bruder vor allem frei. ° Στο ξεκίνημα της φοιτητικής του ζωής, ο αδελφός μου αισθανόταν κυρίως ελεύθερος.
• O.k., wir stehen noch am Anfang (am Beginn) [unserer Karriere als Musiker], aber es läuft gut. ° Εντάξει, ακόμη είμαστε στο ξεκίνημα, αλλά πάει καλά.
4) Sonstiges:
• denn [damals] mit Anfang Zwanzig [Anm.: richtig: mit Anfang zwanzig] fühlte ich mich […] ° γιατί τότε (μόλις που είχα κλείσει τα είκοσι) ένιωθα [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• wir waren beide ~Anfang zwanzig [Jahre alt] [wörtl.: wir waren beide ein bisschen über zwanzig] ° ήμασταν και οι δυο λίγο πάνω από τα είκοσι
Weitere Wörter:
- ANEINANDER......
- ANEINANDER+ [Verbbestandteil]......
- ANEKDOTE, die......
- ANEKELN......
- ANERKENNEN......
- ANERKENNUNG, die......
- ANFAHREN......
- ANFALL, der......
- ANFALLEN......
- ANFÄLLIG......
- ANFANGEN......
- ANFÄNGER, der / ANFÄNGERIN, die......
- ANFANGSBUCHSTABE, der......
- ANFANGSGEHALT, das......
- ANFASSEN......
- ANFECHTEN......
- ANFECHTUNG, die......
- ANFERTIGEN......
- ANFEUCHTEN......