MOSSAD, der

[israelischer Geheimdienst]


=  η Μοσάντ


Weitere Wörter:

Vorher
  • MOSAMBIK... = η Μοζαμβίκη ...
  • MOSCHEE, die... = το τζαμί // το τέμενος * *(Gen.: του τεμένους // Pl.: τα τεμένη / Gen.: των τεμενών) ...
  • MOSES... = ο Μωυσής ...
  • MOSKAU... = η Μόσχα (Gen.: της Μόσχας) ...
  • MOSKAUER... 1) [als Person bzw. adjektivisch personenbezogen]: a) der Moskauer / die Moskauerin ° ο Μοσχοβίτης / η Μοσχοβίτισσα b) [adjektivisch personenbezogen]:...
  • MOSKITONETZ, das... = η κουνουπιέρα ...
  • MOSLEM, der / MOSLEMIN, die... (auch: Muslim, der / Muslimin [bzw.] Muslima, die) [Anhänger/in des Islam] 1) der Moslem ° ο μουσουλμάνος (bzw....
  • MOSLEMBRÜDER, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembruderschaft)] = οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (Gen.: των Αδελφών Μουσουλμάνων / Akk.:...
  • MOSLEMBRUDERSCHAFT, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembrüder)] = η Μουσουλμανική Αδελφότητα ...
  • MOSLEMISCH... (auch: muslimisch) [lt. Duden synonym: islamisch ] 1) [personenbezogen]: μουσουλμάνος / μουσουλμάνα:...
Nachher:
  • MOSSUL... [Stadt im Irak] = η Μοσούλη (Gen.: της Μοσούλης) ...
  • MOTEL, das... = το μοτέλ ...
  • MOTIV, das... 1) [iS von: Beweggrund]: το κίνητρο:...
  • MOTIVATION, die... 1) το κίνητρο * [bzw.] τα κίνητρα ** *[Glossar für ein Deutsch-Lehrbuch von Klett; Langenscheidt online] // **[Pons online] 2) Sonstiges:...
  • MOTIVIEREN... 1) παρακινώ (-είς): • und das [sc.:...
  • MOTOR, der... 1) ο κινητήρας: • der Motor [zB. eines Autos] ° ο κινητήρας [Anm.: auch: η μηχανή] • der Benzinmotor ° ο βενζινοκινητήρας 2) η μηχανή:...
  • MOTORBOOT, das... = η βενζινάκατος [Anm.: η !] ...
  • MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...
  • MOTORIK, die... [zB. eines Kindes] = οι κινήσεις [wörtl.: die Bewegungen] ...