MOSLEMISCH
(auch: muslimisch)
[lt. Duden synonym: islamisch ]
1) [personenbezogen]: μουσουλμάνος / μουσουλμάνα:
• die moslemischen Bewohner der Berggebiete von Xanthi [Nomós in Nordgriechenland] ° οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Ξάνθης.
2) [sachbezogen]: μουσουλμανικός, -ή, -ό:
• der islamische (moslemische) Staat ° το μουσουλμανικό κράτος
• die christliche und die moslemische Bevölkerung Makedoniens ° ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Μακεδονίας
• die moslemische Minderheit [zB. in Nordgriechenland] ° η μουσουλμανική μειονότητα
Weitere Wörter:
Vorher
- MORSEZEICHEN, das... = το σήμα Μορς (Pl.: τα σήματα Μορς) ...
- MOSAMBIK... = η Μοζαμβίκη ...
- MOSCHEE, die... = το τζαμί // το τέμενος * *(Gen.: του τεμένους // Pl.: τα τεμένη / Gen.: των τεμενών) ...
- MOSES... = ο Μωυσής ...
- MOSKAU... = η Μόσχα (Gen.: της Μόσχας) ...
- MOSKAUER... 1) [als Person bzw. adjektivisch personenbezogen]: a) der Moskauer / die Moskauerin ° ο Μοσχοβίτης / η Μοσχοβίτισσα b) [adjektivisch personenbezogen]:...
- MOSKITONETZ, das... = η κουνουπιέρα ...
- MOSLEM, der / MOSLEMIN, die... (auch: Muslim, der / Muslimin [bzw.] Muslima, die) [Anhänger/in des Islam] 1) der Moslem ° ο μουσουλμάνος (bzw....
- MOSLEMBRÜDER, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembruderschaft)] = οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (Gen.: των Αδελφών Μουσουλμάνων / Akk.:...
- MOSLEMBRUDERSCHAFT, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembrüder)] = η Μουσουλμανική Αδελφότητα ...
Nachher:
- MOSSAD, der... [israelischer Geheimdienst] = η Μοσάντ ...
- MOSSUL... [Stadt im Irak] = η Μοσούλη (Gen.: της Μοσούλης) ...
- MOTEL, das... = το μοτέλ ...
- MOTIV, das... 1) [iS von: Beweggrund]: το κίνητρο:...
- MOTIVATION, die... 1) το κίνητρο * [bzw.] τα κίνητρα ** *[Glossar für ein Deutsch-Lehrbuch von Klett; Langenscheidt online] // **[Pons online] 2) Sonstiges:...
- MOTIVIEREN... 1) παρακινώ (-είς): • und das [sc.:...
- MOTOR, der... 1) ο κινητήρας: • der Motor [zB. eines Autos] ° ο κινητήρας [Anm.: auch: η μηχανή] • der Benzinmotor ° ο βενζινοκινητήρας 2) η μηχανή:...
- MOTORBOOT, das... = η βενζινάκατος [Anm.: η !] ...
- MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...