MOTIVIEREN


1) παρακινώ (-είς):

• und das [sc.: Inbetriebnahme der U-Bahn und Verkürzung der Fahrzeiten bei städti­schen Autobussen] motiviert (animiert) vielleicht etliche [Athener] zur Benützung der Massenverkehrs­mittel (= öffentlichen Verkehrsmittel)  °  κι αυτό ίσως παρακινήσει αρκετούς στη χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής μεταφοράς


2) Sonstiges:

• die Zahl der rassistisch motivierten Verbrechen [wörtl.: die Zahl der Verbrechen aus rassistischen Motiven]  °  ο αριθμός των εγκλημάτων από ρατσιστικά κίνητρα


Weitere Wörter:

Vorher
  • MOSKITONETZ, das... = η κουνουπιέρα ...
  • MOSLEM, der / MOSLEMIN, die... (auch: Muslim, der / Muslimin [bzw.] Muslima, die) [Anhänger/in des Islam] 1) der Moslem ° ο μουσουλμάνος (bzw....
  • MOSLEMBRÜDER, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembruderschaft)] = οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (Gen.: των Αδελφών Μουσουλμάνων / Akk.:...
  • MOSLEMBRUDERSCHAFT, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembrüder)] = η Μουσουλμανική Αδελφότητα ...
  • MOSLEMISCH... (auch: muslimisch) [lt. Duden synonym: islamisch ] 1) [personenbezogen]: μουσουλμάνος / μουσουλμάνα:...
  • MOSSAD, der... [israelischer Geheimdienst] = η Μοσάντ ...
  • MOSSUL... [Stadt im Irak] = η Μοσούλη (Gen.: της Μοσούλης) ...
  • MOTEL, das... = το μοτέλ ...
  • MOTIV, das... 1) [iS von: Beweggrund]: το κίνητρο:...
  • MOTIVATION, die... 1) το κίνητρο * [bzw.] τα κίνητρα ** *[Glossar für ein Deutsch-Lehrbuch von Klett; Langenscheidt online] // **[Pons online] 2) Sonstiges:...
Nachher:
  • MOTOR, der... 1) ο κινητήρας: • der Motor [zB. eines Autos] ° ο κινητήρας [Anm.: auch: η μηχανή] • der Benzinmotor ° ο βενζινοκινητήρας 2) η μηχανή:...
  • MOTORBOOT, das... = η βενζινάκατος [Anm.: η !] ...
  • MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...
  • MOTORIK, die... [zB. eines Kindes] = οι κινήσεις [wörtl.: die Bewegungen] ...
  • MOTORISCH... = κινητικός, -ή, -ό: • die motorischen Fähigkeiten [zB. eines Kindes] ° οι κινητικές δεξιότητες ...
  • MOTORRAD, das... = η μοτοσικλέτα [bzw.] η μοτοσυκλέτα * // η μηχανή *[die zB. nach ΛΜΠ zu bevorzugende Schreibweise] ...
  • MOTORRAD+... - der Motorradfahrer ° ο μοτοσικλετιστής [bzw.] ο μοτοσυκλετιστής - die Motorradfahrerin ° η μοτοσικλετίστρια [bzw....
  • MOTORROLLER, der... = το σκούτερ * [bzw.] το παπάκι * [bzw.] η βέσπα * *[Anm.: es handelt sich nicht um idente,...
  • MOTORSÄGE, die... [zB. zum Baumfällen] = το μηχανικό πριόνι // το ηλεκτρικό πριόνι ...