MOTORBOOT, das
= η βενζινάκατος [Anm.: η !]
Weitere Wörter:
Vorher
- MOSLEMBRÜDER, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembruderschaft)] = οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (Gen.: των Αδελφών Μουσουλμάνων / Akk.:...
- MOSLEMBRUDERSCHAFT, die... [politisch-religiöse Bewegung in Ägypten (auch: die Moslembrüder)] = η Μουσουλμανική Αδελφότητα ...
- MOSLEMISCH... (auch: muslimisch) [lt. Duden synonym: islamisch ] 1) [personenbezogen]: μουσουλμάνος / μουσουλμάνα:...
- MOSSAD, der... [israelischer Geheimdienst] = η Μοσάντ ...
- MOSSUL... [Stadt im Irak] = η Μοσούλη (Gen.: της Μοσούλης) ...
- MOTEL, das... = το μοτέλ ...
- MOTIV, das... 1) [iS von: Beweggrund]: το κίνητρο:...
- MOTIVATION, die... 1) το κίνητρο * [bzw.] τα κίνητρα ** *[Glossar für ein Deutsch-Lehrbuch von Klett; Langenscheidt online] // **[Pons online] 2) Sonstiges:...
- MOTIVIEREN... 1) παρακινώ (-είς): • und das [sc.:...
- MOTOR, der... 1) ο κινητήρας: • der Motor [zB. eines Autos] ° ο κινητήρας [Anm.: auch: η μηχανή] • der Benzinmotor ° ο βενζινοκινητήρας 2) η μηχανή:...
Nachher:
- MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...
- MOTORIK, die... [zB. eines Kindes] = οι κινήσεις [wörtl.: die Bewegungen] ...
- MOTORISCH... = κινητικός, -ή, -ό: • die motorischen Fähigkeiten [zB. eines Kindes] ° οι κινητικές δεξιότητες ...
- MOTORRAD, das... = η μοτοσικλέτα [bzw.] η μοτοσυκλέτα * // η μηχανή *[die zB. nach ΛΜΠ zu bevorzugende Schreibweise] ...
- MOTORRAD+... - der Motorradfahrer ° ο μοτοσικλετιστής [bzw.] ο μοτοσυκλετιστής - die Motorradfahrerin ° η μοτοσικλετίστρια [bzw....
- MOTORROLLER, der... = το σκούτερ * [bzw.] το παπάκι * [bzw.] η βέσπα * *[Anm.: es handelt sich nicht um idente,...
- MOTORSÄGE, die... [zB. zum Baumfällen] = το μηχανικό πριόνι // το ηλεκτρικό πριόνι ...
- MOTORSCHADEN, der... (Maschinenschaden, der) [zB. eines Flugzeugs] = η μηχανική βλάβη ...
- MOTTE, die... = ο σκόρος: • Ich hoffe, er hat keine Motten. [sc. dieser alte Teppich, den du mir hier (zusammengebunden) gibst] ° Ελπίζω να μην έχει σκόρο. [Anm.:...