MOTTO, das
1) το σύνθημα:
• Unser Motto ist: Kultur verbindet. ° Το σύνθημά μας είναι: Ο πολιτισμός ενώνει. [DF+GF von diablog.eu]
• Unter dem Motto "Leistung muss sich wieder lohnen" […] ° Με το σύνθημα "η απόδοση πρέπει [πάλι] να γίνει συμφέρουσα" [...] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
• Das Motto "weder Panik noch ~Verharmlosung (~Bagatellisierung)" stellt sicher die beste ~Leitlinie dar, um der Gefahr der Vogelgrippe zu begegnen. ° Το σύνθημα "ούτε πανικός ούτε εφησυχασμός" αποτελεί ασφαλώς τον καλύτερο οδηγό για την αντιμετώπιση του κινδύνου της γρίπης των πτηνών.
2) Sonstiges:
• Sie handeln nach dem Motto: [...] ° Ενεργούν σύμφωνα με την αντίληψη: [...]
• nach dem Motto [wörtl.: im Geiste (von)] "weniger ist mehr" [sollte Deutschland eine geringere Anzahl (aber dafür qualitativ hochwertigere) Produkte erzeugen] ° στο πνεύμα του "λιγότερο είναι περισσότερο"
Weitere Wörter:
- MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...
- MOTORIK, die... [zB. eines Kindes] = οι κινήσεις [wörtl.: die Bewegungen] ...
- MOTORISCH... = κινητικός, -ή, -ό: • die motorischen Fähigkeiten [zB. eines Kindes] ° οι κινητικές δεξιότητες ...
- MOTORRAD, das... = η μοτοσικλέτα [bzw.] η μοτοσυκλέτα * // η μηχανή *[die zB. nach ΛΜΠ zu bevorzugende Schreibweise] ...
- MOTORRAD+... - der Motorradfahrer ° ο μοτοσικλετιστής [bzw.] ο μοτοσυκλετιστής - die Motorradfahrerin ° η μοτοσικλετίστρια [bzw....
- MOTORROLLER, der... = το σκούτερ * [bzw.] το παπάκι * [bzw.] η βέσπα * *[Anm.: es handelt sich nicht um idente,...
- MOTORSÄGE, die... [zB. zum Baumfällen] = το μηχανικό πριόνι // το ηλεκτρικό πριόνι ...
- MOTORSCHADEN, der... (Maschinenschaden, der) [zB. eines Flugzeugs] = η μηχανική βλάβη ...
- MOTTE, die... = ο σκόρος: • Ich hoffe, er hat keine Motten. [sc. dieser alte Teppich, den du mir hier (zusammengebunden) gibst] ° Ελπίζω να μην έχει σκόρο. [Anm.:...
- MOTTEN+... - das Mottenschutzmittel / der Mottenschutz ° το αντισκορικό: [Anm.: vgl.:...
- MOUNTAINBIKE, das... (auch: Mountain-Bike,...
- MOUSSAKA, das/die... [Anm.: bestimmter Artikel "das" und "die" lt. Duden online; lt. Pons online hingegen "der" (!)] = ο μουσακάς ...
- MÖWE, die... = ο γλάρος ...
- MOZAMBIQUE... vgl. Mosambik ...
- MÜCKE, die... 1) το κουνούπι 2) Sonstiges: • aus einer Mücke einen Elefanten machen [sc.: eine Sache unnötig hochspielen,...
- MUCKSMÄUSCHENSTILL... • Plötzlich sind die Männer ~mucksmäuschenstill. ° Ξαφνικά, οι άνδρες δεν βγάζουν άχνα. ...
- MÜDE... 1) κουρασμένος, -η, -ο 2) [jemanden/etwas] müde machen [sc. ermüden (transitiv)]: a) κουράζω: • das, was sie müde macht, ist [...] / das, was sie ermüdet,...
- MUEZZIN, der... = ο μουεζίνης (Pl.: οι μουεζίνηδες / Gen.: των μουεζίνηδων) ...
- MUFFIG... • Das Zimmer roch muffig, weil man es nicht gelüftet hatte. ° Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα γιατί δεν το είχαν αερίσει....