MOTTEN+
- das Mottenschutzmittel / der Mottenschutz ° το αντισκορικό:
[Anm.: vgl.: το αντισκωριακό ° das Rostschutzmittel]
• Mottenschutz(mittel) [Begriffsbestimmung]: ein Produkt, das die Wollkleidung und Stoffe vor (den) Motten schützt ° αντισκορικό: προϊόν που προφυλάσσει τα μάλλινα ρούχα και υφάσματα από τους σκόρους
• In letzer Zeit sind Mottenschutzmittel mit angenehmem Duft im Handel (erhältlich). ° Τελευταία κυκλοφορούν στο εμπόριο αντισκορικά με ευχάριστο άρωμα.
Weitere Wörter:
Vorher
- MOTORBOOT, das... = η βενζινάκατος [Anm.: η !] ...
- MOTORHAUBE, die... [des Autos] = το καπό (Gen.: του καπό [also keine Deklination!]) ...
- MOTORIK, die... [zB. eines Kindes] = οι κινήσεις [wörtl.: die Bewegungen] ...
- MOTORISCH... = κινητικός, -ή, -ό: • die motorischen Fähigkeiten [zB. eines Kindes] ° οι κινητικές δεξιότητες ...
- MOTORRAD, das... = η μοτοσικλέτα [bzw.] η μοτοσυκλέτα * // η μηχανή *[die zB. nach ΛΜΠ zu bevorzugende Schreibweise] ...
- MOTORRAD+... - der Motorradfahrer ° ο μοτοσικλετιστής [bzw.] ο μοτοσυκλετιστής - die Motorradfahrerin ° η μοτοσικλετίστρια [bzw....
- MOTORROLLER, der... = το σκούτερ * [bzw.] το παπάκι * [bzw.] η βέσπα * *[Anm.: es handelt sich nicht um idente,...
- MOTORSÄGE, die... [zB. zum Baumfällen] = το μηχανικό πριόνι // το ηλεκτρικό πριόνι ...
- MOTORSCHADEN, der... (Maschinenschaden, der) [zB. eines Flugzeugs] = η μηχανική βλάβη ...
- MOTTE, die... = ο σκόρος: • Ich hoffe, er hat keine Motten. [sc. dieser alte Teppich, den du mir hier (zusammengebunden) gibst] ° Ελπίζω να μην έχει σκόρο. [Anm.:...
Nachher:
- MOTTO, das... 1) το σύνθημα: • Unser Motto ist: Kultur verbindet. ° Το σύνθημά μας είναι: Ο πολιτισμός ενώνει. [DF+GF von diablog....
- MOUNTAINBIKE, das... (auch: Mountain-Bike,...
- MOUSSAKA, das/die... [Anm.: bestimmter Artikel "das" und "die" lt. Duden online; lt. Pons online hingegen "der" (!)] = ο μουσακάς ...
- MÖWE, die... = ο γλάρος ...
- MOZAMBIQUE... vgl. Mosambik ...
- MÜCKE, die... 1) το κουνούπι 2) Sonstiges: • aus einer Mücke einen Elefanten machen [sc.: eine Sache unnötig hochspielen,...
- MUCKSMÄUSCHENSTILL... • Plötzlich sind die Männer ~mucksmäuschenstill. ° Ξαφνικά, οι άνδρες δεν βγάζουν άχνα. ...
- MÜDE... 1) κουρασμένος, -η, -ο 2) [jemanden/etwas] müde machen [sc. ermüden (transitiv)]: a) κουράζω: • das, was sie müde macht, ist [...] / das, was sie ermüdet,...
- MUEZZIN, der... = ο μουεζίνης (Pl.: οι μουεζίνηδες / Gen.: των μουεζίνηδων) ...