MÜTTERLICHERSEITS


1) από την πλευρά της μητέρας μου (σου, ...)  //  από τη μεριά της μητέρας μου (σου, ...):

• mütterlicherseits [ist er Kreter – (während sein Vater aus Thessalien stammt)]  °  από την πλευρά της μητέρας του  //  απ’ τη μεριά της μητέρας του

• mein Großvater mütterlicherseits  °  ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου


2) από τη μητέρα μου (σου, ...):

• Jorgos Sterjiou, Großvater von Vasilis [Soukas] mütterlicherseits  °  ο Γιώργος Στεργίου, παππούς του Βασίλη από τη μητέρα του


Weitere Wörter:

Vorher
  • MUSTERSCHÜLER, der / MUSTERSCHÜLERIN, die...MUSTERSCHÜLER, der / MUSTERSCHÜLERIN,...
  • MUT, der... 1) το κουράγιο: • ich machte [wörtl.: ich gab] ihm Mut ° του έδινα κουράγιο • Würde ich jemals den Mut aufbringen,...
  • MUTATION, die... [Fachausdruck der Biologie] = η μετάλλαξη (Pl.: οι μεταλλάξεις) ...
  • MUTIG... 1) θαρραλέος, -α, -ο: • Aber Sie müssen [in Ihrer Berichterstattung] mutiger werden....
  • MUTLOS... • Während ich die große, steile Wiese betrachtete, wurde ich ganz mutlos. ° Όπως παρατηρούσα το μεγάλο, κατηφορικό λιβάδι, έχασα εντελώς το θάρρος μου....
  • MUTMASSLICH (mutmaßlich)... 1) υποτιθέμενος, -η, -ο: • der mutmaßliche Täter ° o υποτιθέμενος δράστης 2) πιθανός, -ή,...
  • MUTPROBE, die... = η δοκιμασία θάρρους: • die Mutproben der Kinder ° οι δοκιμασίες θάρρους των παιδιών ...
  • MUTTER, die... = η μητέρα // [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich:] η μάνα [bzw.] η μάννα ...
  • MUTTERGESELLSCHAFT, die... = η μητρική εταιρεία ...
  • MUTTERLANDPARTEI, die... [politische Partei in der Türkei] = το κόμμα "Μητέρα Πατρίδα" (Gen.:...
Nachher: