MUTTERMILCH, die
= το μητρικό γάλα
Weitere Wörter:
Vorher
- MUT, der... 1) το κουράγιο: • ich machte [wörtl.: ich gab] ihm Mut ° του έδινα κουράγιο • Würde ich jemals den Mut aufbringen,...
- MUTATION, die... [Fachausdruck der Biologie] = η μετάλλαξη (Pl.: οι μεταλλάξεις) ...
- MUTIG... 1) θαρραλέος, -α, -ο: • Aber Sie müssen [in Ihrer Berichterstattung] mutiger werden....
- MUTLOS... • Während ich die große, steile Wiese betrachtete, wurde ich ganz mutlos. ° Όπως παρατηρούσα το μεγάλο, κατηφορικό λιβάδι, έχασα εντελώς το θάρρος μου....
- MUTMASSLICH (mutmaßlich)... 1) υποτιθέμενος, -η, -ο: • der mutmaßliche Täter ° o υποτιθέμενος δράστης 2) πιθανός, -ή,...
- MUTPROBE, die... = η δοκιμασία θάρρους: • die Mutproben der Kinder ° οι δοκιμασίες θάρρους των παιδιών ...
- MUTTER, die... = η μητέρα // [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich:] η μάνα [bzw.] η μάννα ...
- MUTTERGESELLSCHAFT, die... = η μητρική εταιρεία ...
- MUTTERLANDPARTEI, die... [politische Partei in der Türkei] = το κόμμα "Μητέρα Πατρίδα" (Gen.:...
- MÜTTERLICHERSEITS... 1) από την πλευρά της μητέρας μου (σου, ...) // από τη μεριά της μητέρας μου (σου, ...):...
Nachher:
- MUTTERSCHAFTSURLAUB, der... s. Karenzurlaub, der ...
- MUTTERSCHUTZ, der... = η προστασία μητρότητας: • Wann beginnt der Mutterschutz? – [Antwort:...
- MUTTERSEELENALLEIN... = ολομόναχος, -η, -ο ...
- MUTTERSPRACHE, die... = η μητρική γλώσσα ...
- MUTTERSPRACHLER, der / MUTTERSPRACHLERIN, die... [sc. jemand,...
- MUTTERTAG, der... = η μέρα της μητέρας // η γιορτή της μητέρας ...
- MÜTZE, die... 1) ο σκούφος [bzw.] το σκουφί // η σκούφια:...
- MYANMAR... [früher: Burma] = η Μυανμάρ * [bzw.] η Μιανμάρ ** *[so etwa ΛΜΠ] // **[so etwa die griech. Wikipedia] [Anm.: aber auch gelesen:...
- MYKONOS... [griech. Insel] = η Μύκονος (Gen.: της Μυκόνου / Akk.: τη Μύκονο) ...