MUTIG
1) θαρραλέος, -α, -ο:
• Aber Sie müssen [in Ihrer Berichterstattung] mutiger werden. [Ermahnung an eine Journalistin] ° Πρέπει όμως να γίνετε πιο θαρραλέα.
2) γενναίος, -α, -ο:
• mutig / tapfer [zB. in einer Schlacht] ° γενναίος, -α, -ο
3) Sonstiges:
• Stellen Sie sich mutig [wörtl.: mit Mut] Ihren Problemen und Schwächen. ° Αντιμετωπίστε με θάρρος τα προβλήματα και τις αδυναμίες σας.
Weitere Wörter:
Vorher
- MUSLIMISCH... vgl. moslemisch ...
- MÜSSEN... Übersicht: 1) πρέπει να [bzw.] θα πρέπει να 2) αναγκάζομαι να 3) είμαι υποχρεωμένος (-η, -ο) να 4) χρειάζομαι να [bzw.] χρειάζεται να (+ Verb in 1....
- MÜSSIG (müßig)... • Müßig [= es ist müßig / überflüssig], dass ich über jene endlose Reise mit dem Autobus spreche (= erzähle),...
- MÜSSIGGANG (Müßiggang), der... • "Müßiggang ist aller Laster Anfang" ° "αργία μήτηρ πάσης κακίας" ...
- MÜSSTE... (bzw.: hätte müssen) Übersicht: 1) θα πρέπει να 2) θα έπρεπε να 3) έπρεπε να 4) Sonstiges 1) θα πρέπει να:...
- MUSTER, das... 1) [iS von: Objekt zur probeweisen Ansicht; Vorlage]: a) το δείγμα:...
- MUSTERN... [sc. jemanden bzw. etwas genau/prüfend anschauen] 1) εξετάζω:...
- MUSTERSCHÜLER, der / MUSTERSCHÜLERIN, die...MUSTERSCHÜLER, der / MUSTERSCHÜLERIN,...
- MUT, der... 1) το κουράγιο: • ich machte [wörtl.: ich gab] ihm Mut ° του έδινα κουράγιο • Würde ich jemals den Mut aufbringen,...
- MUTATION, die... [Fachausdruck der Biologie] = η μετάλλαξη (Pl.: οι μεταλλάξεις) ...
Nachher:
- MUTLOS... • Während ich die große, steile Wiese betrachtete, wurde ich ganz mutlos. ° Όπως παρατηρούσα το μεγάλο, κατηφορικό λιβάδι, έχασα εντελώς το θάρρος μου....
- MUTMASSLICH (mutmaßlich)... 1) υποτιθέμενος, -η, -ο: • der mutmaßliche Täter ° o υποτιθέμενος δράστης 2) πιθανός, -ή,...
- MUTPROBE, die... = η δοκιμασία θάρρους: • die Mutproben der Kinder ° οι δοκιμασίες θάρρους των παιδιών ...
- MUTTER, die... = η μητέρα // [lt. ΛΜΠ alltagssprachlich:] η μάνα [bzw.] η μάννα ...
- MUTTERGESELLSCHAFT, die... = η μητρική εταιρεία ...
- MUTTERLANDPARTEI, die... [politische Partei in der Türkei] = το κόμμα "Μητέρα Πατρίδα" (Gen.:...
- MÜTTERLICHERSEITS... 1) από την πλευρά της μητέρας μου (σου, ...) // από τη μεριά της μητέρας μου (σου, ...):...
- MUTTERMILCH, die... = το μητρικό γάλα ...
- MUTTERSCHAFTSURLAUB, der... s. Karenzurlaub, der ...