PRIVATNUMMER, die

(= die private Telefonnummer) [sc. die Telefonnummer von zu Hause]


1) ο αριθμός ([bzw.] ο αριθμός του τηλεφώνου) του σπιτιού μου (σου, ...):

• Ich wähle (am Telefon) seine Privatnummer [wörtl.: die Nummer seines Hauses (bzw. sei­ner Wohnung)], nachdem ich es zuerst im Büro versucht (probiert) habe, wo der automatische Anrufbeantworter ~lief (~eingeschaltet war).  °  Σχηματίζω στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του, αφού έχω πρώτα δοκιμάσει  στο γραφείο, όπου έχει βγει ο αυτόματος τηλεφωνητής.

• Maria und Stelios gaben mir [jeweils] ihre Privatnummer(n).  °  Η Μαρία και ο Στέλιος μου έδωσαν τον αριθμό του τηλεφώνου των σπιτιών τους.


2) το τηλέφωνο του σπιτιού μου (σου, ...):

• Er [sc. der Anrufer hier im Büro] wollte Ihre Privatnummer.  °  Ζήτησε το τηλέφωνο του σπιτιού σας.


3) το τηλέφωνο (της) οικίας:

• Privatnummer: […]  °  Tηλέφωνο οικίας: [...]


Weitere Wörter:

Vorher
  • PRIVAT... 1.1) ιδιωτικός, -ή, -ό [sachbezogen]: • die privaten Fernsehsender ° τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια • Es handelt sich um keine Frage,...
  • PRIVATADRESSE, die... • ihre Privatadresse [im Gegensatz zu jener ihres Büros] ° η διεύθυνση του σπιτιού της ...
  • PRIVATDETEKTIV, der / PRIVATDETEKTIVIN, die... 1) der Privatdetektiv ° ο ιδιωτικός ντέ(ν)τεκτιβ [bzw....
  • PRIVATEIGENTUM, das... = η ιδιωτική ιδιοκτησία // η ατομική ιδιοκτησία ...
  • PRIVATER (der Private)... s. Privatperson, die ...
  • PRIVATFLUGZEUG, das... = το ιδιωτικό αεροπλάνο: • sein Privatflugzeug ° το ιδιωτικό του αεροπλάνο ...
  • PRIVATISIEREN... = ιδιωτικοποιώ (-είς): • die Bank wird privatisiert ° η τράπεζα ιδιωτικοποιείται ...
  • PRIVATISIERUNG, die... [zB. eines Staatsbetriebes] = η ιδιωτικοποίηση ...
  • PRIVATLEHRER, der / PRIVATLEHRERIN, die...PRIVATLEHRER, der / PRIVATLEHRERIN,...
  • PRIVATMANN, der... vgl. Privatperson, die ...
Nachher: