PROZESS, der
1) [vor Gericht]:
a) η δίκη:
• wenn ich den Prozess gewinne ° αν κερδίσω τη δίκη
• Bisher führten die Verwandten [des Autors] neun Prozesse gegen den Verleger [des Buches]. ° Μέχρι τώρα έκαναν εννέα δίκες στον εκδότη οι συγγενείς. [Anm.: στον !]
• sie machten ihm den Prozess / sie stellten (brachten) ihn vor Gericht ° τον πέρασαν από δίκη
b) Sonstiges [metaphorischer Gebrauch]:
• Solchen Leuten [sc. Männern, die Frauen belästigen] machen wir bei uns in Texas kurzen Prozess. ° Στο Τέξας κάτι τέτοιους τους τελειώνουμε στα γρήγορα. [DF + GF (Untertitel) aus dem Film "Bettgeflüster"]
2) [iS von: Vorgang, Ablauf etc.]: η διαδικασία:
• Eine befriedigende Arbeit zu finden, neue Freunde und neue Interessen zu gewinnen, war für Eleni ein langsamer und mühsamer Prozess. ° Το ν’ αποκτήσει μια ικανοποιητική εργασία, καινούριους φίλους και νέα ενδιαφέροντα ήταν για την Ελένη μια αργή κι επίπονη διαδικασία.
• der Prozess der europäischen Integration [im Rahmen der EU] ° η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
• Alterungsprozesse [zB. an Körperorganen] ° διαδικασίες γήρανσης
• der Entstehungsprozess [zB. eines Kunstwerks] ° η διαδικασία της δημιουργίας
• Der Friedensprozss [zB. jener am Weg zur Beendigung des Jugoslawienkrieges] hat sehr solide Grundlagen. ° Η ειρηνευτική διαδικασία έχει πολύ γερές βάσεις.
• der Globalisierungsprozess ° η διαδικασία παγκοσμιοποίησης
• der Lernprozess ° η διαδικασία της μάθησης
• der Modernisierungsprozess ° η διαδικασία εκσυγχρονισμού
• der Produktionsprozess [zur Herstellung einer Ware] ° η διαδικασία παραγωγής
• der Vereinigungsprozess [zwischen BRD und DDR] ° η διαδικασία ενοποίησης
Weitere Wörter:
- PROVOKATION, die... 1) η πρόκληση 2) η προβοκάτσια ...
- PROVOZIEREN... = προκαλώ (-είς): • ich habe die Dummheit begangen, ihr etwas zu erzählen,...
- PROZEDUR, die... = η διαδικασία: • nach etlichen Prozeduren [Ausfüllen von Formularen etc....
- PROZENT (das)... 1) [sc. soundso viel Prozent]: τοις εκατό (bzw. auch: τα εκατό // στα εκατό):...
- PROZENTPUNKT, der... 1) η ποσοστιαία μονάδα // η εκατοστιαία μονάδα:...
- PROZENTSATZ, der... = το ποσοστό: • zu (in) einem sehr großen Prozentsatz ° κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό • sei es als Prozentsätze,...
- PROZENTUELL... = ποσοστιαίος, -α, -ο:...
- PROZENTWERT, der... s. Prozentzahl, die ...
- PROZENTZAHL, die... = το ποσοστό ([bzw.] το ποσοστό επί τοις εκατό): • Die Brüche A. 9/25, B....
- PROZENTZEICHEN, das... [sc.: %] = το σύμβολο ποσοστού ...
- PROZESSOR, der... [in einem Computer] = ο επεξεργαστής ...
- PROZESSPARTEI, die... (Partei, die) [eines Gerichtsverfahrens] = ο διάδικος (Gen.: του διαδίκου // Pl.: οι διάδικοι / Gen.: των διαδίκων / Akk.:...
- PROZESSUAL... [iS von: verfahrensrechtlich] = δικονομικός, -ή, -ό ...
- PRÜDE... = σεμνότυφος, -η, -ο ...
- PRÜDERIE, die... = η σεμνοτυφία ...
- PRÜFEN... 1) εξετάζω: • Der Schüler wurde über den ganzen Stoff geprüft, der unterrichtet worden war. ° Ο μαθητής εξεταζόταν σε όλη την ύλη που είχε διδαχτεί....
- PRÜFER, der / PRÜFERIN, die... [Person, die eine Prüfung abnimmt (zB....
- PRÜFLING, der... vgl. Prüfungskandidat, der ...
- PRÜFUNG, die... 1) η εξέταση [bzw.] οι εξετάσεις*: *[Anm.: Bedeutung der Pluralform lt. ΛΚΝ: "οργανωμένο σύνολο εξετάσεων"] a) [allgemein]:...