PROZESSPARTEI, die (Partei, die)

[eines Gerichtsverfahrens]


=  ο διάδικος

      (Gen.: του διαδίκου  //  Pl.: οι διάδικοι / Gen.: των διαδίκων / Akk.: τους διαδίκους)


Weitere Wörter:

Vorher
  • PROZEDUR, die... = η διαδικασία: • nach etlichen Prozeduren [Ausfüllen von Formularen etc....
  • PROZENT (das)... 1) [sc. soundso viel Prozent]: τοις εκατό (bzw. auch: τα εκατό // στα εκατό):...
  • PROZENTPUNKT, der... 1) η ποσοστιαία μονάδα // η εκατοστιαία μονάδα:...
  • PROZENTSATZ, der... = το ποσοστό: • zu (in) einem sehr großen Prozentsatz ° κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό • sei es als Prozentsätze,...
  • PROZENTUELL... = ποσοστιαίος, -α, -ο:...
  • PROZENTWERT, der... s. Prozentzahl, die ...
  • PROZENTZAHL, die... = το ποσοστό ([bzw.] το ποσοστό επί τοις εκατό): • Die Brüche A. 9/25, B....
  • PROZENTZEICHEN, das... [sc.: %] = το σύμβολο ποσοστού ...
  • PROZESS, der... 1) [vor Gericht]: a) η δίκη:...
  • PROZESSOR, der... [in einem Computer] = ο επεξεργαστής ...
Nachher:
  • PROZESSUAL... [iS von: verfahrensrechtlich] = δικονομικός, -ή, -ό ...
  • PRÜDE... = σεμνότυφος, -η, -ο ...
  • PRÜDERIE, die... = η σεμνοτυφία ...
  • PRÜFEN... 1) εξετάζω: • Der Schüler wurde über den ganzen Stoff geprüft, der unterrichtet worden war. ° Ο μαθητής εξεταζόταν σε όλη την ύλη που είχε διδαχτεί....
  • PRÜFER, der / PRÜFERIN, die... [Person, die eine Prüfung abnimmt (zB....
  • PRÜFLING, der... vgl. Prüfungskandidat, der ...
  • PRÜFUNG, die... 1) η εξέταση [bzw.] οι εξετάσεις*: *[Anm.: Bedeutung der Pluralform lt. ΛΚΝ: "οργανωμένο σύνολο εξετάσεων"] a) [allgemein]:...
  • PRÜFUNGSARBEIT, die... 1) το διαγώνισμα: • "Morgen schreiben wir eine Prüfungsarbeit (eine Klassenarbeit / einen Test)", sagte der [Mittelschul-]Professor....
  • PRÜFUNGSGEBÜHR, die... [sc. die für das Ablegen einer Prüfung zu entrichtende Ge­bühr] = τα εξέταστρα (Gen.: των εξέταστρων) ...