SCHNEEMANN, der


=  ο χιονάνθρωπος   (Gen.: του χιονάνθρωπου)


Weitere Wörter:

Vorher
  • SCHNEE, der... 1) το χιόνι [bzw.] τα χιόνια: • Schnee schaufeln φτυαρίζω χιόνι [Anm.: das Schneeschaufeln (das Schnee­räumen): s. Schneeräumen,...
  • SCHNEEBALL, der... = η χιονόμπαλα: • Ein Kind hat einen Schneeball nach uns geworfen (auf uns geschossen). ° Ένα παιδί μάς έριξε μια χιονόμπαλα....
  • SCHNEEBALLSCHLACHT, die... = ο χιονοπόλεμος:...
  • SCHNEEBEDECKT... = χιονοσκέπαστος, -η, -ο: • die hohen, noch schneebedeckten Berge ° τα ψηλά,...
  • SCHNEEBESEN, der... [Küchengerät] = το σύρμα // το χτυπητήρι ...
  • SCHNEEFALL, der... = η χιονόπτωση:...
  • SCHNEEFLOCKE, die... = η νιφάδα [bzw.] η νιφάδα (του) χιονιού (Pl.: οι νιφάδες [bzw....
  • SCHNEEGESTÖBER, das... = ο χιονοστρόβιλος (Gen.: του χιονοστρόβιλου) ...
  • SCHNEEKANONE, die... = το κανόνι τεχνητής χιόνωσης [vgl. auch (wohl synonym):...
  • SCHNEEKETTE, die... = η αντιολισθητική αλυσίδα (χιόνων) [Anm.: χιόνων !] (Pl.:...
Nachher: