SCHNEERÄUMUNGS+ [bzw.] SCHNEERÄUM+


• die Schneeräum(ungs)arbeiten [zB. auf einer Autobahn]  °  οι εργασίες αποχιονισμού

• das Schneeräum(ungs)fahrzeug (-gerät) [bzw.] der Schneepflug  °  το εκχιονιστικό (μηχάνημα)  //  το χιονοκαθαριστικό μηχάνημα

• die Schneeräum(ungs)mannschaften  °  τα εκχιονιστικά συνεργεία  //  τα συνεργεία αποχιονισμού


Weitere Wörter:

Vorher
  • SCHNEEBESEN, der... [Küchengerät] = το σύρμα // το χτυπητήρι ...
  • SCHNEEFALL, der... = η χιονόπτωση:...
  • SCHNEEFLOCKE, die... = η νιφάδα [bzw.] η νιφάδα (του) χιονιού (Pl.: οι νιφάδες [bzw....
  • SCHNEEGESTÖBER, das... = ο χιονοστρόβιλος (Gen.: του χιονοστρόβιλου) ...
  • SCHNEEKANONE, die... = το κανόνι τεχνητής χιόνωσης [vgl. auch (wohl synonym):...
  • SCHNEEKETTE, die... = η αντιολισθητική αλυσίδα (χιόνων) [Anm.: χιόνων !] (Pl.:...
  • SCHNEEMANN, der... = ο χιονάνθρωπος (Gen.: του χιονάνθρωπου) ...
  • SCHNEEPFLUG, der... s. unter Schneeräumungs+ ...
  • SCHNEERÄUMEN, das... (Schneeschaufeln, das) • krumm geworden vom Schneeräumen (Schneeschaufeln) in den Straßen Schwedens ° σκεβρωμένος (-η,...
  • SCHNEERÄUMUNG, die... = ο εκχιονισμός // ο αποχιονισμός ...
Nachher:
  • SCHNEEREGEN, der... = το χιονόνερο: • es fiel Schneeregen ° έπεφτε χιονόνερο ...
  • SCHNEESCHAUFELN, das... s. Schneeräumen, das ...
  • SCHNEESCHMELZE, die... = το λ(ε)ιώσιμο του χιονιού:...
  • SCHNEESTURM, der... = η χιονοθύελλα ...
  • SCHNEEWEISS (schneeweiß)... 1) ολόλευκος, -η, -ο // ολόασπρος, -η, -ο:...
  • SCHNEEWITTCHEN, das... = η Χιονάτη: • "Schneewittchen und die sieben Zwerge" ° "Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι" ...
  • SCHNEIDBRETT, das [bzw.] SCHNEIDEBRETT, das... [in der Küche] = η σανίδα κοπής // η σανίδα τεμαχισμού ...
  • SCHNEIDE, die... = η κόψη: • auf Messers Schneide [zB. ob Kandidat A oder Kandidat B die Präsidentenwahl ge­winnen wird – sc....
  • SCHNEIDEN... 1) [allgemein]: κόβω: a) [transitiv]: (etwas) schneiden ° κόβω (κάτι): • das Brot schneiden ° κόβω το ψωμί • Er schneidet das Papier in kleine Stücke....