SCHNEERÄUMUNG, die


=  ο εκχιονισμός  //  ο αποχιονισμός


Weitere Wörter:

Vorher
  • SCHNEEBEDECKT... = χιονοσκέπαστος, -η, -ο: • die hohen, noch schneebedeckten Berge ° τα ψηλά,...
  • SCHNEEBESEN, der... [Küchengerät] = το σύρμα // το χτυπητήρι ...
  • SCHNEEFALL, der... = η χιονόπτωση:...
  • SCHNEEFLOCKE, die... = η νιφάδα [bzw.] η νιφάδα (του) χιονιού (Pl.: οι νιφάδες [bzw....
  • SCHNEEGESTÖBER, das... = ο χιονοστρόβιλος (Gen.: του χιονοστρόβιλου) ...
  • SCHNEEKANONE, die... = το κανόνι τεχνητής χιόνωσης [vgl. auch (wohl synonym):...
  • SCHNEEKETTE, die... = η αντιολισθητική αλυσίδα (χιόνων) [Anm.: χιόνων !] (Pl.:...
  • SCHNEEMANN, der... = ο χιονάνθρωπος (Gen.: του χιονάνθρωπου) ...
  • SCHNEEPFLUG, der... s. unter Schneeräumungs+ ...
  • SCHNEERÄUMEN, das... (Schneeschaufeln, das) • krumm geworden vom Schneeräumen (Schneeschaufeln) in den Straßen Schwedens ° σκεβρωμένος (-η,...
Nachher: