SCHÖPFUNG, die


1) το δημιούργημα:

• (Die) Bauwerke stellen die langlebigste Schöpfung der menschlichen Zivilisation dar.  °  Τα κτίρια αποτελούν το μακροβιότερο δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού.

• die Schöpfungen (die Werke) des menschlichen Geistes – Lieder, Geschichten, Filme, Ideen [usw.]  °  τα δημιουργήματα του ανθρώπινου νου – τραγούδια, ιστορίες, ταινίες, ιδέες


2) η δημιουργία:

• Die Modemacher präsentieren ihre neuen Schöpfungen (Kreationen).  °  Οι μετρ της μόδας παρουσιάζουν τις νέες τους δημιουργίες.


Weitere Wörter:

Vorher
  • SCHÖN... 1) όμορφος, -η, -ο: • Schau, was für eine schöne Aussicht [man von dieser Anhöhe hat]. Κοίταξε τι όμορφη θέα. • Es ist sehr schön hier [in dieser Gegend],...
  • SCHON... Übersicht: 1) κιόλας 2) ήδη 3) πια [bzw.] πλέον 4) από 5) Verwendung von και 6) schon // schon einmal ° ξανα- [bzw.] έχω ξανα- [bzw....
  • SCHÖNBRUNN... [Schloss bzw. Park (in Wien)] = το Σεμπρούν [bzw.] το Σενμπρούν [bzw.] το Σαινμπρούν ...
  • SCHÖNEN... [etwas schöner präsentieren, als es tatsächlich ist] = ωραιοποιώ (-είς) ...
  • SCHONEN... • Und das [sc.: den ganzen Winter über keine einzige Erkältung], obgleich ich [weibl....
  • SCHÖNHEIT, die... 1) [als Eigenschaft]: a) η ομορφιά b) η ωραιότητα b) [gehoben]: το κάλλος 2) [iS von: (sehr) schöne Frau]:...
  • SCHÖNHEITS+... 1) ... (της) ομορφιάς: • Für die Chinesen war Dicksein das Schönheitsideal. ° Για τους Κινέζους το πάχος ήταν το πρότυπο (της) ομορφιάς....
  • SCHÖNWETTER, das... = η καλοκαιρία [bzw. (volkstümlich):] η καλοκαιριά ...
  • SCHONZEIT, die... [wörtl.: die Zeit des Jagdverbots] = η περίοδος της απαγόρευσης του κυνηγιού ...
  • SCHÖPFERISCH... s. kreativ ...
Nachher:
  • SCHORNSTEIN, der... 1) η καμινάδα: • die Fabriksschornsteine ° οι καμινάδες (των) εργοστασίων 2) το φουγάρο:...
  • SCHORNSTEINFEGER, der... s. Rauchfangkehrer, der ...
  • SCHOSS (Schoß), der... 1) auf dem Schoß / am Schoß: a) στα πόδια: • Wenn wir [bei der Fahrt in der U-Bahn, im Bus etc....
  • SCHOSSHÜNDCHEN (Schoßhündchen), das... = το σκυλάκι του καναπέ ...
  • SCHOTTE, der / SCHOTTIN, die... 1) der Schotte ° ο Σκωτσέζος // ο Σκώτος 2) die Schottin ° η Σκωτσέζα ...
  • SCHOTTER, der... .... ...
  • SCHOTTER+... • auf der Schotterstraße ° πάνω στο σκυρόστρωτο δρόμο ...
  • SCHOTTISCH... = σκωτσέζικος, -η, -ο // σκωτικός, -ή, -ό * *["σκωτικός" nicht verzeichnet bei ΛΜΠ] ...
  • SCHOTTLAND... = η Σκωτία [bzw.] η Σκοτία * *[lt. Α. Παππάς, Υπο-γλώσσια, S 90,...