SOHLE, die


1) die Fußsohle  °  η πατούσα  //  το πέλμα  [synonym]

[bzw. auch]:

• die Fußsohlen  °  τα πέλματα των ποδιών


2) die Schuhsole  °  η σόλα:

• Ich möchte neue Sohlen und Absätze. [Wunsch beim Schuhmacher]  °  Θέλω καινούργιες σόλες και τακούνια.

• die Gummisohle [dieser Sportschuhe] ist ganz leicht (~federleicht)  °  η λαστιχένια σόλα είναι πανάλαφρη

[bzw. auch]:

• seine Schuhsohlen [Akk.]  °  τις σόλες των παπουτσιών του


Weitere Wörter:

Vorher
  • SODASS... 1) έτσι που [bzw.] έτσι που να: • Eine niedrige Marmorwand teilte es [sc. das Zimmer / το δωμάτιο] (in zwei Teile),...
  • SOEBEN... 1) μόλις: • Ich habe soeben (gerade) mit den Leuten in Athen gesprochen. ° Μόλις μίλησα με τους ανθρώπους στην Αθήνα. • ein schönes (hübsches),...
  • SOFA, das... (Couch, die) = ο καναπές ...
  • SOFERN... [iS von: wenn / falls] = εφόσον (bzw. εφ’ όσον) [Anm.: oft mit Stamm II !] // αν τυχόν [für BSe vgl. falls] ...
  • SOFIA... [Hauptstadt Bulgariens] = η Σόφια (Gen.: της Σόφιας) ...
  • SOFORT... 1) αμέσως: • ich lege mich auf den Boden, aber stehe sofort wieder (gleich wieder) auf ° ξαπλώνω στο πάτωμα, όμως σηκώνομαι πάλι αμέσως 2) Sonstiges:...
  • SOFORTBILD+... • die Sofortbildkamera ° η στιγμιαία φωτογραφική μηχανή ...
  • SOFTWARE, die... 1) το λογισμικό 2) Sonstiges: • die böswillige / schädliche Software: vgl. Malware, die ...
  • SOGAR... 1) ακόμα και [bzw.] και ακόμα: • Alle verstanden es. Sogar (Selbst) der kleine Jorgos. Όλοι το καταλάβανε. Ακόμα και ο μικρός Γιώργος....
  • SOGENANNTER, -e, -es... 1) λεγόμενος, -η, -ο: • er machte ihr [sc. seiner Tochter] klar,...
Nachher:
  • SOHN, der... = ο γιος (Pl.: οι γιοι / Gen.: των γιων / Akk.: τους γιους) ...
  • SOJABOHNE, die... = η σόγια (Gen.: της σόγιας) ...
  • SOLANGE... [Konjunktion] 1) όσο [bzw.] όσο πιο πολύ / όσο περισσότερο: • Bleib, solange du willst. Μείνε όσο θέλεις. • Sie können schlafen,...
  • SOLAR+... • die Solaranlagen [sc....
  • SOLARIUM, das... [Bräunungseinrichtung] = το σολάριουμ (bzw. το solarium) ...
  • SOLCHER / SOLCHE / SOLCHES (incl. SOLCH)...SOLCHER / SOLCHE / SOLCHES (incl. SOLCH) 1) [allgemein]: a) τέτοιος, -α, -ο: • Ein solcher Typ passt also sicher nicht [als Partner] zu dir. ° Σίγουρα, λοιπόν,...
  • SOLDAT, der / SOLDATIN, die... 1) der Soldat: a) ο στρατιώτης b) [alltagssprachlich]: ο φαντάρος b) Sonstiges:...
  • SOLDATISCH... = στρατιωτικός, -ή, -ό: • die soldatische Unterordnung [beim Militär] ° η στρατιωτική υποταγή ...
  • SOLID [bzw.] SOLIDE... = γερός, -ή, -ό: • Der Friedensprozss [zB. jener am Weg zur Beendigung des Jugoslawienkrieges] hat sehr solide Grundlagen....