SOLANGE

[Konjunktion]


1) όσο [bzw.] όσο πιο πολύ / όσο περισσότερο:

• Bleib, solange du willst.

Μείνε όσο θέλεις.

• Sie können schlafen, solange sie mögen (solange es ihnen gefällt).

Μπορούν να κοιμούνται όσο τους γουστάρει.

• Solange die schlechten Wetterverhältnis­se nicht meine Ernte [an Kartoffeln] ver­nich­­ten, werde ich nicht verhungern.

Όσο οι άσχημες καιρικές συνθήκες δεν κατα­στρέφουν τη σοδειά μου, δε θα πεθάνω από την πείνα.

• Solange  w i r  leben, wirst auch  D u  [in unserer Erinnerung] leben.

Όσο ζήσουμε εμείς θα ζήσεις κι εσύ.

[Anm.: όσο + Stamm II !]

• Ich möchte meine Stimme in ihrem bes­ten natürli­chen Zustand erhalten, solange ich kann. [Aussage einer Sängerin]

Θέλω να κρατήσω τη φωνή μου στην καλύτερη φυσική της κατάσταση όσο πιο πολύ μπορώ.

• solange es geht / möglichst lange

όσο περισσότερο γίνεται  //  όσο γίνεται πιο πολύ


2) όσο(ν) καιρό / όσο χρόνο / για όσο διάστημα / όση ώρα:

• Solange das Grundstück ihm gehörte (= gehört hatte), […]

Όσον καιρό η έκταση ανήκε σε εκείνον, [...]


• Syrien wird seine (Streit-)Kräfte im Liba­non belas­sen, solange Israel die Vorteile (aus) seiner Invasion genießt.

Η Συρία θα διατηρήσει τις δυνάμεις της στο Λίβανο, όσο καιρό το Ισραήλ απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της εισβολής του.

• er [sc. der amerikanische Politiker] be­tonte, dass er im Nahen Osten bleiben wird, so­lan­ge es nötig ist [um dieses Ziel zu erreichen]

τόνισε ότι θα μείνει στη Μέση Ανατολή όσο καιρό χρειαστεί  

[Anm.: όσο καιρό + Stamm II !]

• solange ich (= in der Zeit, in der ich) Minister bin [ist ein solcher Fall nicht vor­gekommen]

όσο χρόνο είμαι εγώ υπουργός

• Die Katze hört mir hört mir zwar mit Auf­merksamkeit zu, aber nur solange ich nicht die ge­­ringste Gemüts­bewegung zeige.

Η γάτα με ακούει μεν με προσοχή, αλλά μόνο για όσο διάστημα δε δείχνω την παραμικρή συγκίνηση.

• Solange (Während) er aß, wechselten sie kein Wort.

Όση ώρα έτρωγε, δεν αντάλλαξαν κουβέντα.


3) εφ’ όσον [bzw.] εφόσον:

• solange er lebte [gehörte dieses Gemälde ihm]  °  εφ’ όσον ζούσε


4) Sonstiges:

• (solange) bis: s. bis (lit. B)


Weitere Wörter:

Vorher
  • SOFERN... [iS von: wenn / falls] = εφόσον (bzw. εφ’ όσον) [Anm.: oft mit Stamm II !] // αν τυχόν [für BSe vgl. falls] ...
  • SOFIA... [Hauptstadt Bulgariens] = η Σόφια (Gen.: της Σόφιας) ...
  • SOFORT... 1) αμέσως: • ich lege mich auf den Boden, aber stehe sofort wieder (gleich wieder) auf ° ξαπλώνω στο πάτωμα, όμως σηκώνομαι πάλι αμέσως 2) Sonstiges:...
  • SOFORTBILD+... • die Sofortbildkamera ° η στιγμιαία φωτογραφική μηχανή ...
  • SOFTWARE, die... 1) το λογισμικό 2) Sonstiges: • die böswillige / schädliche Software: vgl. Malware, die ...
  • SOGAR... 1) ακόμα και [bzw.] και ακόμα: • Alle verstanden es. Sogar (Selbst) der kleine Jorgos. Όλοι το καταλάβανε. Ακόμα και ο μικρός Γιώργος....
  • SOGENANNTER, -e, -es... 1) λεγόμενος, -η, -ο: • er machte ihr [sc. seiner Tochter] klar,...
  • SOHLE, die... 1) die Fußsohle ° η πατούσα // το πέλμα [synonym] [bzw. auch]: • die Fußsohlen ° τα πέλματα των ποδιών 2) die Schuhsole ° η σόλα:...
  • SOHN, der... = ο γιος (Pl.: οι γιοι / Gen.: των γιων / Akk.: τους γιους) ...
  • SOJABOHNE, die... = η σόγια (Gen.: της σόγιας) ...
Nachher:
  • SOLAR+... • die Solaranlagen [sc....
  • SOLARIUM, das... [Bräunungseinrichtung] = το σολάριουμ (bzw. το solarium) ...
  • SOLCHER / SOLCHE / SOLCHES (incl. SOLCH)...SOLCHER / SOLCHE / SOLCHES (incl. SOLCH) 1) [allgemein]: a) τέτοιος, -α, -ο: • Ein solcher Typ passt also sicher nicht [als Partner] zu dir. ° Σίγουρα, λοιπόν,...
  • SOLDAT, der / SOLDATIN, die... 1) der Soldat: a) ο στρατιώτης b) [alltagssprachlich]: ο φαντάρος b) Sonstiges:...
  • SOLDATISCH... = στρατιωτικός, -ή, -ό: • die soldatische Unterordnung [beim Militär] ° η στρατιωτική υποταγή ...
  • SOLID [bzw.] SOLIDE... = γερός, -ή, -ό: • Der Friedensprozss [zB. jener am Weg zur Beendigung des Jugoslawienkrieges] hat sehr solide Grundlagen....
  • SOLIDARISCH... 1) αλληλέγγυος, -α, -ο: • er fühlte sich mit den anderen solidarisch [iS von: er hielt zu ihnen, er stand ihnen bei, etc....
  • SOLIDARITÄT, die... = η αλληλεγγύη ...
  • SOLIST, der / SOLISTIN, die... 1) der Solist ° ο σολίστ(ας) 2) die Solistin ° η σολίστ ...