εκπαίδευση, η


1. Grundbedeutungen:

die Ausbildung, die Erziehung, die Bildung


2. Begriffsunterscheidungen:

a) Zum Verhältnis der Begriffe εκπαίδευση und μόρφωση:

• Σχολείο: [...] Ο χώρος, όπου επιχειρείται η συστηματική μόρφωση και εκπαίδευση των νέων.   [Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69]

• Οι γονείς ελάχιστα ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση και την μόρφωση των παιδιών τους.*

*[Anm.: εκπαίδευση bezeichnet also (in diesem Satz) wohl die Erziehung, μόρφωση hingegen die Bildung bzw. Ausbildung]


b) Zum Verhältnis der Begriffe εκπαίδευση und παιδεία:

Παιδεία: Η γενική ανάπτυξη και καλλιέργεια (πνευματική, ηθική, ψυχική, κοινωνική) του ατόμου και της κοινωνίας.

- Εκπαίδευση: Η οργανωμένη και συστηματική παρέμβαση για τη σωματική και ψυχοσωματική ανάπτυξη των ατόμων.

Η διαδικασία της μάθησης, της αγωγής, της καλλιέργειας του ατόμου.

[Μ. Κεσσόπουλος: Εκθέσεις, Α' Γυμνασίου, 2007, σ. 69]

BSe:

• Πολλά τα βιβλία, Ελλήνων συγγραφέων, για την εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα.

• [...] για τις δαπάνες στους τομείς [...] της παιδείας και της επαγγελματικής εκ­παίδευσης  °  […] für [staatliche] Ausgaben in den Bereichen [...] Bildung und Ausbildung   [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]

[aber auch]:

• Διστάζουν να ξοδέψουν για την παιδεία, όλοι όμως ξέρουμε πως οι δαπάνες για την εκπαίδευση είναι οι πιο παραγωγικές επενδύσεις [...] **

**[Anm.: εκπαίδευση und παιδεία werden hier also synonym verwendet, iS von: die Ausbildung, das Bildungswesen]


c) Zum Verhältnis der Begriffe εκπαίδευση und κατάρτιση:

• Eκπαίδευση και κατάρτιση για τη ζωή και την εργασία στην κοινωνία της γνώσης ° 

° Bildung und Ausbildung für das Leben und Arbeiten in der Wissensgesellschaft ° 

° Education and training for living and working in the knowledge society

       [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF + EF aus einem Dokument des Euro­pä­i­schen Rates]


3. πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια / τριτοβάθμια εκπαίδευση:

- η πρωτοβάθμια εκπαίδευση: το Δημοτικό Σχολείο (6 – 11 χρονών)

- η δευτεροβάθμια εκπαίδευση:

-- το Γυμνάσιο (12 – 15 χρονών)

-- το Λύκειο (15 – 18 χρονών)

-- το Τ.Ε.Ε. (Τεχνολογικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο) (15 – 18 χρονών)

- η τριτοβάθμια εκπαίδευση: 

-- το Πανεπιστήμιο

-- το Πολυτεχνείο

-- το ΤΕΙ (Τεχνολογικό Επαγγελματικό Ίδρυμα)

               [Quelle: Griechisches Bildwörterbuch]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΕΚΑΤΟΜΒΗ, η...εκατόμβη, η Ως εκατόμβη χαρακτηρίζουμε σήμερα έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπίνων θυμάτων στους πολέμους, στους σεισμούς, σε ναυάγια ή άλλες καταστροφές. [Σιέττος:...
  • ΕΚΑΤΟΣΤΑΡΑ, η...εκατοστάρα, η s. κατοστάρα, η ...
  • ΕΚΕΙ...εκεί Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. εκεί που 3. επάνω εκεί 4. κάπου εκεί [bzw.] κάπου κει 5. από εκεί και πέρα [bzw.] από κει και πέρα 6. εκεί πέρα: s....
  • ΕΚΕΙΝΟΣ, -η, -ο...εκείνος, -η, -ο (bzw. κείνος, -η, -ο) Übersicht: 1.1. Grundbedeutung 1.2. Zur Übersetzung allgemein 2. εκείνος (-η, -ο) – κείνος (-η, -ο) 3....
  • ΕΚΚΡΕΜΩ...εκκρεμώ (-είς) • [...] ζήτησε δάνειο απ’ την Εθνική· το δάνειο εκκρεμούσε – [...]. ° [......
  • ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...εκλεπτυσμένος, -η, -ο = a) subtil // b) raffiniert [beide DF und GF aus: Ditfurth: Lwg] ...
  • ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ, η...εκμετάλλευση, η 1) Bedeutung: - die Ausnutzung, die Nutzung [als neutraler Begriff] - die Ausbeutung [als Begriff mit negativer Wertung] 2) zur Etymologie:...
  • ΕΚΝΕΥΡΙΖΩ...εκνευρίζω 1. εκνευρίζομαι: • εκνευριζόταν με το παραμικρό ° er regte sich über die kleinste Kleinigkeit auf [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
  • ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...εκνευρισμένος, -η, -ο = gereizt – zB.: • απάντησε εκνευρισμένος ° er antwortete [am Telefon] gereizt [GF+DF aus:...
  • ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟΣ, ο...εκνευρισμός, ο • [...] σαν αυτά να ήταν η αιτία του εκνευρισμού του. ° […], als seien die [sc. die Teller / τα πιάτα] an seiner Gereiztheit schuld. [GF+DF aus:...
Nachher:
  • ΕΚΠΤΩΣΗ, η...έκπτωση, η 1. Grundbedeutungen: a) [in Zusammenhang mit kommerziellen Transaktionen]: - der Rabatt, der Preisnachlass - die Ermäßigung - οι εκπτώσεις [Pl....
  • ΕΚΤΑΚΤΟΣ, -η, -ο...έκτακτος, -η, -ο 1. Bedeutung: Sonder-, außerordentlich [etc.]:...
  • ΕΚΤΑΚΤΩΣ...εκτάκτως s. unter έκτακτος, -η, -ο (Z 2) ...
  • ΕΚΤΕΛΩ...εκτελώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: - ausführen; vollziehen - hinrichten 2. εκτελώ χρέη (+ Gen.): s. unter χρέος, το ...
  • ΕΚΤΟΣ (= εκτός)...εκτός 1. Grundbedeutung: außer 2. εκτός των άλλων ° abgesehen von allem anderen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΕΚΦΡΑΖΩ...εκφράζω 1. Grundbedeutung: ausdrücken 2. Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe εκφράζω und διατυπώνω:...
  • ΕΛΑ // ΕΛΑΤΕ...έλα // ελάτε s. unter έρχομαι ...
  • ΕΛΑΦΡΟΛΑΪΚΑ, τα...ελαφρολαϊκά, τα [griechische Liederkategorie] ...
  • ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, ο...ελληνισμός, ο • ο μικρασιατικός ελληνισμός ° das kleinasiatische Griechentum [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...