εκεί
Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. εκεί που 3. επάνω εκεί 4. κάπου εκεί [bzw.] κάπου κει 5. από εκεί και πέρα [bzw.] από κει και πέρα 6. εκεί πέρα: s. unter πέρα (Z 2) 7. πιο κει 8. (ε)κείνος (-η, -ο) κει 9. προς τα εκεί: s. unter προς 10. εκεί σε θέλω: s. unter εδώ (Z 6) ("εδώ σε θέλω") 11. αλλά μέχρι εκεί / μέχρι εκεί όμως: s. unter μέχρι (Z 2) 12. ως εκεί πάνω // ίσαμε εκεί πάνω: s. unter πάνω (Z 3) |
1. Grundbedeutung:
dort
2. εκεί που ° a) ενώ / καθώς // b) εκεί όπου * [ΛΔΗ]
[Anm.: Folglich war dieses "που" (auch in der Bedeutung "εκεί που" = "εκεί όπου" = "dort, wo …") im polytonischen System nicht mit einem Zirkumflex (περισπωμένη) versehen (s. etwa: Ζ. Ζατέλη: Και με το φως του λύκου επανέρχονται, S 18, letzter Satz des ersten Absatzes; ebenso S 88, 3. Zeile). Εs trägt also im monotonischen System kein Betonungszeichen!] |
π.χ.:
• Δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω, αλλά τελικά, εκεί που βαδίζαμε πλάι-πλάι, πήρα κουράγιο και τον ρώτησα: "Πού πάμε;". |
Ich wusste nicht, wie ich anfangen sollte, aber schließlich, als wir so nebeneinander her marschierten, nahm ich meinen ganzen Mut zusammen (aber während wir so nebeneinander her marschierten, nahm ich schließlich meinen ganzen Mut zusammen) und fragte ihn: "Wohin gehen wir denn?" [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• αλλά εκεί που ήταν έτοιμοι να παντρευτούν, αυτή η κατεργάρα [η Μελανί] το ’σκασε και πήγε στη Στοκχόλμη |
aber als sie heiraten wollten, ließ die durchtriebene Blackie [Melanie] alles sausen und verschwand nach Stockholm [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Κι εκεί που λογάριαζε τι να κάνει με τη ζωή της, πέθανε ξαφνικά η θεία της. |
Und als sie gerade rätselte, was sie mit ihrem Leben anstellen sollte, starb plötzlich ihre Tante. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Και, μάλλον, τη λυπήθηκε ο μπαρμπα-Τζωρτζ τη φωνακλού την Κάθρην – εκεί που όλοι σκάζανε στα γέλια, [...] |
[Dem alten] George tat sie [wohl] leid, die laute Kathrine, während alle anderen sich vor Lachen [über sie] zerreißen wollten, […] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Σκαλίζουν ατέλειωτα τις άπατες τσέπες της μαντύας. Εκεί που θαρούσαν [= θαρρούσαν] πως τέλειωσαν, ξαφνικά ανακαλύφτουν [= ανακαλύπτουν] άλλη μία [...]. |
Endlos wühlen sie [= die zwei kleinen Kinder] in den bodenlosen Taschen meines [GF: des] Armeemantels herum. Wenn sie glauben [GF: glaubten], alle erforscht zu haben, entdecken sie plötzlich eine neue […]. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Και πάλι εκεί που λες "πάει, πέθανε η ψυχή", έρχεται μια στιγμή και ξαφνικά περνά μέσ’ από το σβησμένο μάτι μια σπίθα, σαν ένα βέλος από φως που τρέχει βιαστικά. |
Und dennoch, wenn man schon [in völliger Resignation und Hoffnungslosigkeit] sagen möchte*: "Aus, die Seele ist abgestorben", [kommt ein Moment und es] zuckt plötzlich ein Funke durch die erloschenen Augen wie ein schneller Lichtpfeil. [zB. dann, wenn man (als Frontsoldat) einen Brief aus der Heimat bekommt oder ein altes Lied hört] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] *[Anm.: Übersetzungsalternativen: "wenn/während man gerade sagt" / "gerade, als man sagt"] |
• Έκτοτε κάθε λαός στον τόπο του ανέπτυξε την κουζίνα του. Την τοπική κουζίνα του, θα έλεγα. Εκεί όμως που πραγματικά έγινε μια γαστρονομική επανάσταση ήταν όταν η Αικατερίνη των Μεδίκων ως νύφη μετακόμισε στη Γαλλία παίρνοντας μαζί της μαγείρους και παραμαγείρους. Το πλούσιο και πρόσφορο έδαφος της Γαλλίας αγκάλιασε τις νέες τεχνικές και έτσι ανέπτυξε μια πραγματικά σπουδαία σχολή γαστρονομίας. [Ηλίας Μαμαλάκης: Το Ημερολόγιο του Bon Viveur 2002] |
--- |
[zur Übersetzung vgl. auch:]
• Κι εκεί σου λέει που θα με φάει αυτός, ας τον ξεκάνω εγώ. Και τα ξέκανε όλα με μια θηλειά. ° Und ehe er mich auffrisst [sc. der Wolf / ο λύκος (als Metapher für Schmerz, Leid etc.)], hat er sich gedacht, mache ich ihm lieber den Garaus. Und er hat allem den Garaus gemacht, allem, mit einem Strick. [sc. indem er sich erhängt hat]
[Anm.: auch hier "που" mit einem Akut als Betonungszeichen]
[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Anm.: kein Beistrich vor bzw. nach "σου λέει"]
3. επάνω εκεί (bzw. απάνω εκεί):
• Απάνω εκεί άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε ο Γιάννης. ° ~Genau in diesem Moment [als das eben Zitierte gesagt wurde] öffnete sich die Tür und Jannis erschien (kam herein). [GF aus: Καζαντζάκης: Χριστός, S. 201]
4. κάπου εκεί [bzw.] κάπου κει:
• Όσο για τον Μπιλ, πήγε σε κάποιο συνέδριο ψυχιάτρων κάπου κει στην Καλιφόρνια, [...] ° Was Bill betrifft, der war [von London] zu irgendeinem Psychiaterkongress gefahren, irgendwo in Kalifornien, [...] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
• [...], και κάπου εκεί ο Χριστόφορος άλλαξε σχέδια ° […], und ungefähr dann [sc. als der Boden ausgehoben und die Fundamente für die Neuerrichtung der Herberge gelegt waren] änderte Christophoros seine Pläne [und beschloss, statt der Herberge eine Mühle zu errichten] [Anm.: "εκεί" hat hier also keine örtliche, sondern zeitliche Bedeutung] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
5. από εκεί και πέρα [bzw.] από κει και πέρα:
• Από κει και πέρα ήταν εύκολο ν’ αλλοφρονήσεις. ° Von daher [iS von: in Anbetracht dessen (sc. in Anbetracht der eben beschriebenen merkwürdigen Ausstattung des fensterlosen Zimmers)] konnte man leicht den Verstand verlieren. [GF+DF aus: Όσες φορές]
6. εκεί πέρα: s. unter πέρα (Z 2)
7. πιο κει:
• κι ένα άλλο πιο κει να [...] ° und [ich sah] wie ein anderes [sc. zweites] Tier [= ζώο], etwas weiter entfernt, [...] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
8. (ε)κείνος (-η, -ο) κει:
• "Έξω απ’ τη μόδα σ’ αγαπάω / μ’ εκείνον κει τον τρόπο τον παλιό" [Μ. Ρασούλης: τραγούδι "Λένε η αγάπη"]
• "Αχ! τ’ ήταν, Θε μου, κείνο κει τ’ ατέλειωτο σκοτάδι / σ’ όλη τη διαδρομή, / μου ’φερνε μπρος στα μάτια μου τον άδη, όλο τον άδη, / τ’ απαίσιο το γυαλί!" [Μυρτιώτισσα, Άπαντα, S. 202]
Weitere Wörter:
- ΕΙΔΟΣ, το...είδος, το το μουσικό είδος ° die Musikrichtung – π.χ.: • Δύσκολο έως αδύνατο να το κατατάξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό είδος....
- ΕΙΔΥΛΛΙΟ, το...ειδύλλιο, το • Έτσι άρχισε το ειδύλλιο της Λουίζας. So fing Luisas Liebesgeschichte an. [Anm.:...
- ΕΙΜΑΙ...είμαι Übersicht: 1. Zur Grammatik 2. είναι να / ήταν να: a) [ohne Verneinung] b) [mit Verneinung (δεν είναι να / δεν ήταν να)] 3....
- ΕΙΝΑΙ...είναι s. είμαι ...
- ΕΙΡΜΟΣ, ο...ειρμός, ο • "[...]" είπε η Λιλή, που είχε αρχίσει να χάνει τον ειρμό αυτής της συζήτησης ° "[…]" sagte Lilí [ohne Zusammenhang mit dem bisher Gesprochenen],...
- ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ, το...εισιτήριο, το 1. Grundbedeutungen: - die Eintrittskarte - die Fahrkarte - das Ticket 2. με εισιτήριο ° gegen Eintritt [etwas darbieten/vorführen] [GF+DF aus: Π....
- ΕΙΣΠΡΑΤΤΩ...εισπράττω 1) einnehmen [Geldbeträge]:...
- ΕΚ+ [bzw.] ΕΞ+...εκ+ [bzw.] εξ+ Zur Bedeutung dieser Vorsilben s. Καλιόρης: Ιριδισμοί, S 48:...
- ΕΚΑΤΟΜΒΗ, η...εκατόμβη, η Ως εκατόμβη χαρακτηρίζουμε σήμερα έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπίνων θυμάτων στους πολέμους, στους σεισμούς, σε ναυάγια ή άλλες καταστροφές. [Σιέττος:...
- ΕΚΑΤΟΣΤΑΡΑ, η...εκατοστάρα, η s. κατοστάρα, η ...
- ΕΚΕΙΝΟΣ, -η, -ο...εκείνος, -η, -ο (bzw. κείνος, -η, -ο) Übersicht: 1.1. Grundbedeutung 1.2. Zur Übersetzung allgemein 2. εκείνος (-η, -ο) – κείνος (-η, -ο) 3....
- ΕΚΚΡΕΜΩ...εκκρεμώ (-είς) • [...] ζήτησε δάνειο απ’ την Εθνική· το δάνειο εκκρεμούσε – [...]. ° [......
- ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...εκλεπτυσμένος, -η, -ο = a) subtil // b) raffiniert [beide DF und GF aus: Ditfurth: Lwg] ...
- ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ, η...εκμετάλλευση, η 1) Bedeutung: - die Ausnutzung, die Nutzung [als neutraler Begriff] - die Ausbeutung [als Begriff mit negativer Wertung] 2) zur Etymologie:...
- ΕΚΝΕΥΡΙΖΩ...εκνευρίζω 1. εκνευρίζομαι: • εκνευριζόταν με το παραμικρό ° er regte sich über die kleinste Kleinigkeit auf [GF+DF aus: Τριανταφύλλου:...
- ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...εκνευρισμένος, -η, -ο = gereizt – zB.: • απάντησε εκνευρισμένος ° er antwortete [am Telefon] gereizt [GF+DF aus:...
- ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟΣ, ο...εκνευρισμός, ο • [...] σαν αυτά να ήταν η αιτία του εκνευρισμού του. ° […], als seien die [sc. die Teller / τα πιάτα] an seiner Gereiztheit schuld. [GF+DF aus:...
- ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, η...εκπαίδευση, η 1. Grundbedeutungen: die Ausbildung, die Erziehung, die Bildung 2. Begriffsunterscheidungen: a) Zum Verhältnis der Begriffe εκπαίδευση und μόρφωση:...
- ΕΚΠΤΩΣΗ, η...έκπτωση, η 1. Grundbedeutungen: a) [in Zusammenhang mit kommerziellen Transaktionen]: - der Rabatt, der Preisnachlass - die Ermäßigung - οι εκπτώσεις [Pl....