εισιτήριο, το


1. Grundbedeutungen:

- die Eintrittskarte

- die Fahrkarte

- das Ticket


2. με εισιτήριο  °  gegen Eintritt [etwas darbieten/vorführen]    [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, η...εγκυκλοπαίδεια, η * [bzw.] εγκυκλοπαιδεία, η ** (Gen. von εγκυκλοπαίδεια:...
  • ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ, το...εγχειρίδιο, το = [u.a.] das Lehrbuch π.χ.: • το εγχειρίδιο της Ελληνικής: "Πλουτίζω τα Ελληνικά μου" (Θεσσαλονίκη 1983,...
  • ΕΓΩ...εγώ 1. εγώ είμαι εδώ: s. unter εδώ (Z 8) 2. είπα κι εγώ: s. unter λέω (Z 22) ...
  • ΕΔΩ...εδώ Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. εδώ και … (+ Nennung eines Zeitraums) 3. πώς εδώ; [bzw.] πώς από δω; 4. έρχομαι από δω 5....
  • ΕΘΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...εθνικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: national, National- 2. η "Εθνική Άμυνα": s. unter άμυνα, η ...
  • ΕΙΔΟΣ, το...είδος, το το μουσικό είδος ° die Musikrichtung – π.χ.: • Δύσκολο έως αδύνατο να το κατατάξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό είδος....
  • ΕΙΔΥΛΛΙΟ, το...ειδύλλιο, το • Έτσι άρχισε το ειδύλλιο της Λουίζας. So fing Luisas Liebesgeschichte an. [Anm.:...
  • ΕΙΜΑΙ...είμαι Übersicht: 1. Zur Grammatik 2. είναι να / ήταν να: a) [ohne Verneinung] b) [mit Verneinung (δεν είναι να / δεν ήταν να)] 3....
  • ΕΙΝΑΙ...είναι s. είμαι ...
  • ΕΙΡΜΟΣ, ο...ειρμός, ο • "[...]" είπε η Λιλή, που είχε αρχίσει να χάνει τον ειρμό αυτής της συζήτησης ° "[…]" sagte Lilí [ohne Zusammenhang mit dem bisher Gesprochenen],...
Nachher:
  • ΕΙΣΠΡΑΤΤΩ...εισπράττω 1) einnehmen [Geldbeträge]:...
  • ΕΚ+ [bzw.] ΕΞ+...εκ+ [bzw.] εξ+ Zur Bedeutung dieser Vorsilben s. Καλιόρης: Ιριδισμοί, S 48:...
  • ΕΚΑΤΟΜΒΗ, η...εκατόμβη, η Ως εκατόμβη χαρακτηρίζουμε σήμερα έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπίνων θυμάτων στους πολέμους, στους σεισμούς, σε ναυάγια ή άλλες καταστροφές. [Σιέττος:...
  • ΕΚΑΤΟΣΤΑΡΑ, η...εκατοστάρα, η s. κατοστάρα, η ...
  • ΕΚΕΙ...εκεί Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. εκεί που 3. επάνω εκεί 4. κάπου εκεί [bzw.] κάπου κει 5. από εκεί και πέρα [bzw.] από κει και πέρα 6. εκεί πέρα: s....
  • ΕΚΕΙΝΟΣ, -η, -ο...εκείνος, -η, -ο (bzw. κείνος, -η, -ο) Übersicht: 1.1. Grundbedeutung 1.2. Zur Übersetzung allgemein 2. εκείνος (-η, -ο) – κείνος (-η, -ο) 3....
  • ΕΚΚΡΕΜΩ...εκκρεμώ (-είς) • [...] ζήτησε δάνειο απ’ την Εθνική· το δάνειο εκκρεμούσε – [...]. ° [......
  • ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...εκλεπτυσμένος, -η, -ο = a) subtil // b) raffiniert [beide DF und GF aus: Ditfurth: Lwg] ...
  • ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ, η...εκμετάλλευση, η 1) Bedeutung: - die Ausnutzung, die Nutzung [als neutraler Begriff] - die Ausbeutung [als Begriff mit negativer Wertung] 2) zur Etymologie:...