SONNENBRAND, der


1) το κάψιμο (από τον ήλιο):

• Sie drückte das [kühle] Glas an ihre Wange und genoss das Kältegefühl, das den Sonnenbrand [auf ihrer Haut] linderte.  °  Πίεσε το ποτήρι στο μάγουλό της, απολαμβάνοντας την κρύα αίσθηση που ανακούφιζε το κάψιμο απ’ τον ήλιο.


2) το έγκαυμα (από τον ήλιο)  //  το ηλιακό έγκαυμα:

• Das ist das Unangenehme bei (den) Sonnenbränden – am Abend verschlimmern sie sich sehr [sc.: man spürt den Schmerz viel stärker].  °  Αυτό είναι το κακό με τα εγκαύματα απ’ τον ήλιο – το βράδυ χειροτερεύουν πολύ.

• das Solarium schützt nur vor dem Sonnenbrand [bei späterer Sonneneinwirkung auf die Haut] und [= aber] nicht vor den sonstigen schädlichen Einflüssen der Sonne [wie zB. der Ultraviolett-Strahlung]  °  το solarium προστατεύει μόνο από το ηλιακό έγκαυμα και όχι από τις υπόλοιπες βλαπτικές επιδράσεις του ήλιου


3) Sonstiges:

• Heute brauchen wir ein Sonnenschutzmittel, sonst bekommen wir einen Sonnenbrand.  °  Σήμερα χρειαζόμαστε αντηλιακό [,] αλλιώς θα καούμε.


Weitere Wörter:

Vorher
  • SONDERZEICHEN, das... = ο ειδικός χαρακτήρας: • Texte, die Sonderzeichen enthalten (z.B. mathematische Symbole) ° κείμενα τα οποία περιέχουν ειδικούς χαρακτήρες (π....
  • SONDERZUG, der... = το έκτακτο τρένο: • Sonderzüge [die zusätzlich eingesetzt werden,...
  • SONNABEND, der... [lt. Duden insbesondere nord- und mitteldeutsch für: Samstag] vgl. Samstag, der ...
  • SONNE, die... 1) ο ήλιος: • die Sonne brannte [vom Himmel] ° ο ήλιος έκαιγε • Die Sonne stand hoch. [es war schon Mittag geworden] ° Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά. [bzw.]:...
  • SONNEN (sich)... 1) λιάζομαι: • sie sonnen sich ° λιάζονται 2) Sonstiges: • sich sonnen / ein Sonnenbad nehmen [zB. an einem Strand, an einem Swimming-Pool,...
  • SONNENAUFGANG, der... = η ανατολή του ήλιου (bzw. του ηλίου) ...
  • SONNENBAD, das... = η ηλιοθεραπεία: • ein Sonnenbad nehmen / sich sonnen [zB. an einem Strand, an einem Swimming-Pool,...
  • SONNENBESTRAHLUNG, die... • direkte Sonnenbestrahlung / direkte Sonneneinstrahlung [der zB....
  • SONNENBLUME, die... = ο ηλίανθος // το ηλιοτρόπιο ...
  • SONNENBLUMEN+... • der Sonnenblumenkern ° ο ηλιόσπορος (Pl. / Akk.:...
Nachher: