τελεία, η


1. Grundbedeutung: der Punkt [Satzzeichen]


2.1. η άνω τελεία  °  der Hochpunkt [= das Äquivalent zum lateinischen "Strichpunkt" in der griechischen Schrift (sc. das Zeichen "·")]

2.2. η διπλή τελεία  °  der Doppelpunkt [sc. das Zeichen ":"]


3. τελεία και παύλα:

• Ήθελε ένα μέρος για να πάει να θρηνήσει, τελεία και παύλα.  °  Er wollte einen Platz zum Trauern und damit basta. [deshalb war er verärgert darüber, dass seine verstorbe­nen Pflegeeltern keine Grabstätte besaßen, sondern ihre Asche ver­streuen hatten lassen]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΑΠΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...ταπεινός, -ή, -ό • Ως χτες δεν ήσουν παρά ένας ταπεινός καφετζής και τώρα είσαι [......
  • ΤΑΡΑΖΩ...ταράζω • Η κυρία ταράζεται λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και δεν αποκαλύπτει τίποτα. ° Die Frau gerät kurz aus der Fassung [als die Polizei in ihr Haus kommt],...
  • ΤΑΡΑΜΑΣ, ο...ταραμάς, ο Είναι διατηρημένα αυγά ψαριών, όπως του κυπρίνου, του ανθίου, κλπ., που έχουν χρώμα κόκκινο....
  • ΤΑΧΑ...τάχα 1) (για να δηλωθεί κάτι που δεν ισχύει πραγματικά): δήθεν, υποτίθεται [ΛΜΠ] // schein­bar, angeblich, vermeintlich [etc.]: • Ο μπαρμπα-Τζωρτζ,...
  • ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ο...ταχυδρόμος, ο 1) der Briefträger, der Postbote 2) [als Name(nsteil) von Zeitungen bzw. Zeitschriften]: der Bote:...
  • ΤΕΙΧΟΣ, το...τείχος, το (Gen.: του τείχους // Pl.: τα τείχη / Gen.: των τειχών) 1. Bedeutung: ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες,...
  • ΤΕΚΜΗΡΙΟ, το...τεκμήριο, το • τεκμήριο υπαιτιότητας ° Verschuldensvermutung [zB. nach der griechischen StVO] ...
  • ΤΕΚΝΟ, το...τέκνο, το • μάνα και τέκνα ° Mutter und Sprößlinge [= Kinder] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ...τεκταίνομαι = anzetteln / aushecken [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ, τα...τεκταινόμενα, τα = [gegen jemanden] geschmiedete Pläne [Wendt (alte Auflage)] ...
Nachher:
  • ΤΕΛΕΙΩΝΩ...τελειώνω 1. [...] να τελειώνουμε: • Πάμε απόψε, να τελειώνουμε. Bringen wir es heute abend hinter uns. [sc.:...
  • ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελειωτικός, -ή, -ό • [...]· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός ° [...]; und in der entscheidenden Schlacht,...
  • ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ, -α, -ο...τελευταίος, -α , -ο 1. [κάτι] είναι το τελευταίο: • Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε. ° Das bekümmerte sie [= sc....
  • ΤΕΛΕΦΕΡΙΚ, το...τελεφερίκ, το = [u.a.:] die Zahnradbahn [zB. jene am Lykavittos in Athen] ...
  • ΤΕΛΙΚΑ...τελικά • Ο Μπέλα τελικά δεν έχει στραμπουλήξει το χέρι. Bela hat sich doch nicht die Hand ver­staucht. [wie ursprünglich behauptet worden war] [DF+GF aus:...
  • ΤΕΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελικός, -ή, -ό 1. τελικά [Adverb]: s. eigenes Stichwort 2. τελικά ρήματα / μη τελικά ρήματα:...
  • ΤΕΛΟΣ , το...τέλος, το 1. Grundbedeutungen: a) das Ende b) die Gebühr (meist Pl.: τα τέλη) 2. τέλος πάντων: s. eigenes Stichwort ...
  • ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ [bzw.] ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ...τέλος πάντων [bzw.] τελοσπάντων * *(so zB. die Schreibweise bei ΛΜΠ) Bedeutungsübersicht:...
  • ΤΕΜΕΝΟΣ, το...τέμενος, το (Pl.: τα τεμένη) = die Moschee ...