τεκμήριο, το
• τεκμήριο υπαιτιότητας ° Verschuldensvermutung [zB. nach der griechischen StVO]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ, η...ταλαιπωρία, η • [η Πηνελόπη] είχε περάσει από τόσες φτώχειες και ταλαιπωρίες, που [......
- ΤΑΛΑΙΠΩΡΩ...ταλαιπωρώ (-είς) 1. Bedeutungen: a) [aktiv]: zu schaffen machen [etc.]: • Με ταλαιπωρεί το στομάχι μου. ° Mein Magen macht mir Probleme....
- ΤΑΛΙΡΟ, το...τάλιρο, το ένα τάλιρο ° πέντε δραχμές [Νατσ., σ. 148 (dort auch Näheres zur Herkunft)] π.χ.: • [Dialog zwischen Angeklagtem (A) und Richter (B) im Prozess:] [Α:...
- ΤΑΞΗ, η...τάξη, η 1. Grundbedeutungen: - die Klasse [in der Schule; in der Gesellschaft; allgemein iS von: Kategorie, Gruppe etc.] - die Ordnung 2. βάζω σε (μια) τάξη:...
- ΤΑΠΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...ταπεινός, -ή, -ό • Ως χτες δεν ήσουν παρά ένας ταπεινός καφετζής και τώρα είσαι [......
- ΤΑΡΑΖΩ...ταράζω • Η κυρία ταράζεται λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και δεν αποκαλύπτει τίποτα. ° Die Frau gerät kurz aus der Fassung [als die Polizei in ihr Haus kommt],...
- ΤΑΡΑΜΑΣ, ο...ταραμάς, ο Είναι διατηρημένα αυγά ψαριών, όπως του κυπρίνου, του ανθίου, κλπ., που έχουν χρώμα κόκκινο....
- ΤΑΧΑ...τάχα 1) (για να δηλωθεί κάτι που δεν ισχύει πραγματικά): δήθεν, υποτίθεται [ΛΜΠ] // scheinbar, angeblich, vermeintlich [etc.]: • Ο μπαρμπα-Τζωρτζ,...
- ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ο...ταχυδρόμος, ο 1) der Briefträger, der Postbote 2) [als Name(nsteil) von Zeitungen bzw. Zeitschriften]: der Bote:...
- ΤΕΙΧΟΣ, το...τείχος, το (Gen.: του τείχους // Pl.: τα τείχη / Gen.: των τειχών) 1. Bedeutung: ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες,...
Nachher:
- ΤΕΚΝΟ, το...τέκνο, το • μάνα και τέκνα ° Mutter und Sprößlinge [= Kinder] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ...τεκταίνομαι = anzetteln / aushecken [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ, τα...τεκταινόμενα, τα = [gegen jemanden] geschmiedete Pläne [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΤΕΛΕΙΑ, η...τελεία, η 1. Grundbedeutung: der Punkt [Satzzeichen] 2.1....
- ΤΕΛΕΙΩΝΩ...τελειώνω 1. [...] να τελειώνουμε: • Πάμε απόψε, να τελειώνουμε. Bringen wir es heute abend hinter uns. [sc.:...
- ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελειωτικός, -ή, -ό • [...]· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός ° [...]; und in der entscheidenden Schlacht,...
- ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ, -α, -ο...τελευταίος, -α , -ο 1. [κάτι] είναι το τελευταίο: • Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε. ° Das bekümmerte sie [= sc....
- ΤΕΛΕΦΕΡΙΚ, το...τελεφερίκ, το = [u.a.:] die Zahnradbahn [zB. jene am Lykavittos in Athen] ...
- ΤΕΛΙΚΑ...τελικά • Ο Μπέλα τελικά δεν έχει στραμπουλήξει το χέρι. Bela hat sich doch nicht die Hand verstaucht. [wie ursprünglich behauptet worden war] [DF+GF aus:...