τελειώνω


1. [...] να τελειώνουμε:

• Πάμε απόψε, να τελειώνουμε.

Bringen wir es heute abend hinter uns. [sc.: Verhaf­ten Sie mich gleich heute Αbend (hier in meiner Wohnung) und bringen Sie mich aufs Poli­zei­revier (ohne den Aufschub bis morgen, den Sie mir angeboten haben)] 

[DF+GF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Θα μπορούσα να γίνω αρχιφύλακας, αν μου έδινε κουράγιο. Πάνε όλα τώρα. Μια σύνταξη να τελειώνουμε.

Ich [Wächter] hätte Oberwächter werden können, wenn sie [= meine Frau] mir Mut gemacht [sc. mich moralisch unterstützt] hätte. Alles zum Teufel. Warten wir halt auf die Pension.* [Äußerungen eines Wächters zu einem Kolle­gen wäh­rend des gemein­samen Dienstes]

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

*[praktikable Übersetzungsmöglichkeit eventuell auch: 

Das Einzige, was uns jetzt (noch) bleibt: das Warten auf die Pension.]


2. τελειώσαμε:

• Μπάρνι, τελειώσαμε εμείς οι δυο!  °  Barney, you and I are through.*  °  Barney, mit dir bin ich fertig. [Aufkündigung der langjährigen Freundschaft durch Fred Feuerstein]   [GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

       *[Anm.: we're through {finished relationship} ° mit uns ist es aus (Pons)]

• Φίλοι – σαχλαμάρες! Εσύ ζητάς κάποιον άλλον, άρα εμείς οι δυο τελειώσαμε. Έτσι το βλέπω εγώ.  °  Freunde [sollen wir (die wir bisher eine Beziehung miteinander hatten) bleiben (schlägst du vor)] – so ein Blödsinn! Du suchst [via Zeitungsannonce] einen anderen Mann, also ist es zwischen uns beiden aus. So verstehe ich das.     [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• "Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι / όλα κι αν τα δώσαμε. / Για μια νύχτα ήταν μόνο η αγάπη / κι έτσι τελειώσαμε."    [Νίκος Λουκάς: τραγούδι "Τελειώσαμε"]


3. τελείωσαν τα ψέματα: s. unter ψέμα, το (Z 3)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΤΑΡΑΖΩ...ταράζω • Η κυρία ταράζεται λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και δεν αποκαλύπτει τίποτα. ° Die Frau gerät kurz aus der Fassung [als die Polizei in ihr Haus kommt],...
  • ΤΑΡΑΜΑΣ, ο...ταραμάς, ο Είναι διατηρημένα αυγά ψαριών, όπως του κυπρίνου, του ανθίου, κλπ., που έχουν χρώμα κόκκινο....
  • ΤΑΧΑ...τάχα 1) (για να δηλωθεί κάτι που δεν ισχύει πραγματικά): δήθεν, υποτίθεται [ΛΜΠ] // schein­bar, angeblich, vermeintlich [etc.]: • Ο μπαρμπα-Τζωρτζ,...
  • ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ο...ταχυδρόμος, ο 1) der Briefträger, der Postbote 2) [als Name(nsteil) von Zeitungen bzw. Zeitschriften]: der Bote:...
  • ΤΕΙΧΟΣ, το...τείχος, το (Gen.: του τείχους // Pl.: τα τείχη / Gen.: των τειχών) 1. Bedeutung: ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες,...
  • ΤΕΚΜΗΡΙΟ, το...τεκμήριο, το • τεκμήριο υπαιτιότητας ° Verschuldensvermutung [zB. nach der griechischen StVO] ...
  • ΤΕΚΝΟ, το...τέκνο, το • μάνα και τέκνα ° Mutter und Sprößlinge [= Kinder] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ...τεκταίνομαι = anzetteln / aushecken [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ, τα...τεκταινόμενα, τα = [gegen jemanden] geschmiedete Pläne [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΤΕΛΕΙΑ, η...τελεία, η 1. Grundbedeutung: der Punkt [Satzzeichen] 2.1....
Nachher:
  • ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελειωτικός, -ή, -ό • [...]· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός ° [...]; und in der entscheidenden Schlacht,...
  • ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ, -α, -ο...τελευταίος, -α , -ο 1. [κάτι] είναι το τελευταίο: • Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε. ° Das bekümmerte sie [= sc....
  • ΤΕΛΕΦΕΡΙΚ, το...τελεφερίκ, το = [u.a.:] die Zahnradbahn [zB. jene am Lykavittos in Athen] ...
  • ΤΕΛΙΚΑ...τελικά • Ο Μπέλα τελικά δεν έχει στραμπουλήξει το χέρι. Bela hat sich doch nicht die Hand ver­staucht. [wie ursprünglich behauptet worden war] [DF+GF aus:...
  • ΤΕΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελικός, -ή, -ό 1. τελικά [Adverb]: s. eigenes Stichwort 2. τελικά ρήματα / μη τελικά ρήματα:...
  • ΤΕΛΟΣ , το...τέλος, το 1. Grundbedeutungen: a) das Ende b) die Gebühr (meist Pl.: τα τέλη) 2. τέλος πάντων: s. eigenes Stichwort ...
  • ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ [bzw.] ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ...τέλος πάντων [bzw.] τελοσπάντων * *(so zB. die Schreibweise bei ΛΜΠ) Bedeutungsübersicht:...
  • ΤΕΜΕΝΟΣ, το...τέμενος, το (Pl.: τα τεμένη) = die Moschee ...
  • ΤΕΝΩΝ, ο...τένων, ο (Gen.: του τένοντος) = die Sehne [Wendt] ...