τάχα


1) (για να δηλωθεί κάτι που δεν ισχύει πραγματικά): δήθεν, υποτίθεται  [ΛΜΠ] // schein­bar, angeblich, vermeintlich [etc.]:

• Ο μπαρμπα-Τζωρτζ, ο Μπιλ και ο [...] παρακολουθούσαν τάχα σοβαροί, αλλά κρυφά σκουντιόντουσαν και γελούσαν μέσα απ’ τα δόντια τους, γιατί έτσι και τους έπαιρναν χαμπάρι πως κορόιδευαν, μπορούσαν και να τους λιντσάρουν.

Der alte George, Bill und [...] hörten schein­bar ernsthaft zu [was sich die Teil­nehmer an der Gruppen-Psy­cho­therapie über ihre jeweiligen Beziehungsprobleme erzählten], heimlich aber stießen sie sich an und lachten sich innerlich halb tot, hätte man sie nämlich dabei er­tappt, dass sie sich lustig machten, wären sie [von den Therapie­teil­nehmern] möglicherweise ge­lyncht worden.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...]

Dann kam ein Moment, wo das Mädchen wütend wurde und drauf und dran war, sich auf ihren angeblichen Freund zu stürzen [sc. auf den Psycho­thera­peu­ten, der im Rahmen der therapeutischen Sitzung die Rolle ihres Freundes über­nommen hatte], [...]  [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Εκείνο που δε χώνευε ο Γιάννης, είναι που λέγαν τάχα πως οι Γερμανοί είναι πειναλέοι και πως όπου πέρασαν δεν άφησαν τίποτα.

[Anm.: Das Wort τάχα bezieht sich nach dem Sinn­zu­sam­menhang des Satzes nicht auf λέγαν, sondern auf den Satzteil nach πως!]

Was Jannis nicht leiden konnte, ist, dass man sagte [= dass (allgemein) gesagt wur­de], dass die Deutschen angeblich ~hab­gie­rig (~raffsüchtig) seien und dass sie, wo sie vorbeikamen, nichts übrig­ließen.

[GF aus: Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 113, vorletzte und letzte Zeile / DF: Eigenübersetzung]

• την ελευθερώτρια τάχα Ιαπωνία

den vermeintlichen damaligen Befreier Japan [Akk.]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna] 

• κατά τη διάρκεια μιας από εκείνες τις κακόφημες γιορτές που γίνονταν τον Οκτώβρη τάχα εις μνήμην της Ρωσικής Επανάστασης

während eines der berüchtigten Feste, die Mitte Oktober vorgeblich zum Gedenken an die russische Revolution gefeiert wur­den [und in Wahrheit Trink­gelage waren]

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• μπήκαν μέσα σοβαροί κι αμίλητοι – τάχα άρρωστοι δηλαδή – [...]

sie gingen ernst und schweigend [in die Ordination des Psychotherapeuten] rein – [taten also so] als ob sie ebenfalls krank seien –, […] [während sie sich in Wahrheit nur einen Scherz erlaub­ten] 

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Μόλις μπήκαν, έκαναν όπως πάντα μια γύρα ολόκληρη, τάχα πως θέλουν να ψωνίσουν.

Als sie drin waren [im Supermarkt], mach­ten sie erst mal – wie immer – die ganze Runde und taten so, als wollten sie was kaufen. [ohne dies in Wirklichkeit vorzu­haben]  [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• [...] που κάνουν (,) τάχα (,) κάθε τόσο απόπειρες αυτοκτονίας

[Anm.: Die Beistriche vor und nach dem Wort "τάχα" stehen nur in einer älteren Auflage des Buches.]

[...(Typen)], die andauernd vorgetäuschte Selbst­mordversuche unternahmen [um da­mit ihren Freun­dinnen zu impo­nieren]  

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

"[...]" φωνάζει τάχα τρομαγμένος.

"[…]", ruft er in gespieltem Entsetzen aus.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Αστειευόμενος τάχα, τις πρώτες δύσκολες εβδομάδες μετά το θάνατο της θείας [...], έλεγε πως θα κρεμαστεί.

Auf gespielt witzige Weise sprach er in den ersten schwe­ren Wochen nach dem Tod der Tante […] [= seiner Frau] davon, sich aufzuhängen.   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


auch in der Form τάχα μου (bzw. τάχα μου δήθεν

[vgl. ΛΚΝ: {το "τάχα"} συχνά εντονότερο με τη μορφή "τάχα μου (δήθεν)"]

π.χ.:

• Τάχα μου δήθεν πρώτη φορά τους έβλεπε.  [ΛΚΝ]

• Ένας τάχα μου δήθεν φίλος.  [ΛΚΝ]


2) [in Fragesätzen]:

εκφράζει, σε ευθύ ή πλάγιο ερωτηματικό λόγο, την απορία ή και το ενδιαφέρον του ομιλητή· άραγε // μήπως [ΛΚΝ]  //  [ähnlich ΛΜΠ:] aa) μη, μήπως / bb) άραγε

π.χ.:

• Τάχα γύρισαν ή λείπουν ακόμη;  [ΛΚΝ (als BS für die Bedeutung "άραγε")]

• Ποιοι τάχα να είναι τέτοια ώρα;  [ΛΚΝ]*

• Aναρωτιόταν τι τάχα να τον ήθελαν.  [ΛΚΝ]*

• Σε ποια γλώσσα τάχα να γράφτηκαν;  [ΛΚΝ]*

• Γιατί τάχα να βιάζονται τόσο;  [ΛΚΝ]*

• Aναρωτιόμουν τι τάχα να θέλουν.  [ΛΚΝ]*

*[als BS zum Vermerk: συχνά {to "τάχα"} μαζί με πρόταση με το "να"]

• "Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό που έτσι με κάνει να ποθώ τη συντροφιά σου"   [Μυρτιώτισσα: ποίημα "Έρωτας τάχα"]

• Τάχα και ο ίδιος δεν το ζητούσε; (= και ο ίδιος το ζητούσε)  [ΛΚΝ (als BS für die Be­deutung "μήπως")]

• von weither (woher bloß?) […] [brachten die Windstöße einen Blumenduft]  °  από μακριά (από πού τάχα;) [...]   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ο γλάρος είναι αρκετός σα σύμβολο. Μήπως τάχα δεν το βλέπουν όλοι πως πετάει;  °  Die Möwe als Symbol [am Plakat] reicht. Sieht denn nicht jeder, dass sie fliegt? [Ich brauche also nicht auch noch durch einen Text zu erläutern, dass sie Freiheit symbo­li­siert]    [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΩΣΙΒΙΟ, το...σωσίβιο, το - der Schwimmreifen [der zB....
  • ΣΩΣΤΟΣ, -ή, -ό...σωστός, -ή, -ό • πέρασαν λοιπόν από τότε χρόνια σωστά τριάντα εννέα ° seitdem sind also ganze neununddreißig Jahre vergangen [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ταλαιπωρημένος, -η, -ο • Κατσάκης είναι, ταλαιπωρημένος χριστιανός, [...]. ° Er ist Deserteur [aus der Armee des Osmanischen Reiches],...
  • ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ, η...ταλαιπωρία, η • [η Πηνελόπη] είχε περάσει από τόσες φτώχειες και ταλαιπωρίες, που [......
  • ΤΑΛΑΙΠΩΡΩ...ταλαιπωρώ (-είς) 1. Bedeutungen: a) [aktiv]: zu schaffen machen [etc.]: • Με ταλαιπωρεί το στομάχι μου. ° Mein Magen macht mir Probleme....
  • ΤΑΛΙΡΟ, το...τάλιρο, το ένα τάλιρο ° πέντε δραχμές [Νατσ., σ. 148 (dort auch Näheres zur Herkunft)] π.χ.: • [Dialog zwischen Angeklagtem (A) und Richter (B) im Prozess:] [Α:...
  • ΤΑΞΗ, η...τάξη, η 1. Grundbedeutungen: - die Klasse [in der Schule; in der Gesellschaft; allgemein iS von: Kategorie, Grup­pe etc.] - die Ordnung 2. βάζω σε (μια) τάξη:...
  • ΤΑΠΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...ταπεινός, -ή, -ό • Ως χτες δεν ήσουν παρά ένας ταπεινός καφετζής και τώρα είσαι [......
  • ΤΑΡΑΖΩ...ταράζω • Η κυρία ταράζεται λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και δεν αποκαλύπτει τίποτα. ° Die Frau gerät kurz aus der Fassung [als die Polizei in ihr Haus kommt],...
  • ΤΑΡΑΜΑΣ, ο...ταραμάς, ο Είναι διατηρημένα αυγά ψαριών, όπως του κυπρίνου, του ανθίου, κλπ., που έχουν χρώμα κόκκινο....
Nachher:
  • ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ο...ταχυδρόμος, ο 1) der Briefträger, der Postbote 2) [als Name(nsteil) von Zeitungen bzw. Zeitschriften]: der Bote:...
  • ΤΕΙΧΟΣ, το...τείχος, το (Gen.: του τείχους // Pl.: τα τείχη / Gen.: των τειχών) 1. Bedeutung: ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες,...
  • ΤΕΚΜΗΡΙΟ, το...τεκμήριο, το • τεκμήριο υπαιτιότητας ° Verschuldensvermutung [zB. nach der griechischen StVO] ...
  • ΤΕΚΝΟ, το...τέκνο, το • μάνα και τέκνα ° Mutter und Sprößlinge [= Kinder] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ...τεκταίνομαι = anzetteln / aushecken [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ, τα...τεκταινόμενα, τα = [gegen jemanden] geschmiedete Pläne [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΤΕΛΕΙΑ, η...τελεία, η 1. Grundbedeutung: der Punkt [Satzzeichen] 2.1....
  • ΤΕΛΕΙΩΝΩ...τελειώνω 1. [...] να τελειώνουμε: • Πάμε απόψε, να τελειώνουμε. Bringen wir es heute abend hinter uns. [sc.:...
  • ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...τελειωτικός, -ή, -ό • [...]· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός ° [...]; und in der entscheidenden Schlacht,...