ταλαιπωρώ (-είς)
1. Bedeutungen:
a) [aktiv]: zu schaffen machen [etc.]:
• Με ταλαιπωρεί το στομάχι μου. ° Mein Magen macht mir Probleme. [daher muss ich mich für heute krankmelden] [DF+GF aus: Hueber-Kita]
b) [passiv (ταλαιπωρούμαι)]:
• [...] και στο ταξίδι ταλαιπωρήθηκε πολύ: μέχρι το Λάγκος είχε χάσει κιόλας τρία κιλά. ° […], und die Reise [mit dem Schiff von Ägpten über das Mittelmeer und die Atlantikküste Afrikas in den Kongo] nahm sie [= die junge Frau] sehr mit; bis Lagos hatte sie bereits drei Kilo abgenommen. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
2. ταλαιπωρημένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΧΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...σχολικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: Schul- • das Schulbuch ° το σχολικό βιβλίο • der Schulchor ° η σχολική χορωδία 2. Sonstiges:...
- ΣΧΟΛΝΩ...σχολνώ (-άς) s. σχολώ ...
- ΣΧΟΛΩ...σχολώ (-άς) [bzw. auch (lt. ΛΜΠ volkstümlich): σχολνώ (-άς) // σκολνώ (-άς) // σκολώ (-άς)] • κι όταν σχολούσαν,...
- ΣΩΖΩ [bzw.] ΣΩΝΩ...σώζω [bzw.] σώνω [Anm.: σώζω / σώνω ist zu unterscheiden von ζώνω !] 1. Grundbedeutungen: a) retten b) bewahren, erhalten c) [nur σώνω]: aufbrauchen …. [Anm.:...
- ΣΩΡΙΑΖΩ...σωριάζω • Ο Ζωρζ σωριάστηκε στην πολυθρόνα του, έμεινε έτσι ένα λεπτό, έπειτα σηκώθηκε απότομα, [...] ° George ließ sich in den [GF: in seinen] Sessel sinken,...
- ΣΩΡΟΣ, ο...σωρός, ο 1. [allgemein]: der Haufen // der Stoß: • Υπάρχουν επίσης σωροί από χώματα γύρω από βαθιές λακκούβες....
- ΣΩΣΙΒΙΟ, το...σωσίβιο, το - der Schwimmreifen [der zB....
- ΣΩΣΤΟΣ, -ή, -ό...σωστός, -ή, -ό • πέρασαν λοιπόν από τότε χρόνια σωστά τριάντα εννέα ° seitdem sind also ganze neununddreißig Jahre vergangen [GF+DF aus: Μηλιώνης:...
- ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ταλαιπωρημένος, -η, -ο • Κατσάκης είναι, ταλαιπωρημένος χριστιανός, [...]. ° Er ist Deserteur [aus der Armee des Osmanischen Reiches],...
- ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ, η...ταλαιπωρία, η • [η Πηνελόπη] είχε περάσει από τόσες φτώχειες και ταλαιπωρίες, που [......
Nachher:
- ΤΑΛΙΡΟ, το...τάλιρο, το ένα τάλιρο ° πέντε δραχμές [Νατσ., σ. 148 (dort auch Näheres zur Herkunft)] π.χ.: • [Dialog zwischen Angeklagtem (A) und Richter (B) im Prozess:] [Α:...
- ΤΑΞΗ, η...τάξη, η 1. Grundbedeutungen: - die Klasse [in der Schule; in der Gesellschaft; allgemein iS von: Kategorie, Gruppe etc.] - die Ordnung 2. βάζω σε (μια) τάξη:...
- ΤΑΠΕΙΝΟΣ, -ή, -ό...ταπεινός, -ή, -ό • Ως χτες δεν ήσουν παρά ένας ταπεινός καφετζής και τώρα είσαι [......
- ΤΑΡΑΖΩ...ταράζω • Η κυρία ταράζεται λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και δεν αποκαλύπτει τίποτα. ° Die Frau gerät kurz aus der Fassung [als die Polizei in ihr Haus kommt],...
- ΤΑΡΑΜΑΣ, ο...ταραμάς, ο Είναι διατηρημένα αυγά ψαριών, όπως του κυπρίνου, του ανθίου, κλπ., που έχουν χρώμα κόκκινο....
- ΤΑΧΑ...τάχα 1) (για να δηλωθεί κάτι που δεν ισχύει πραγματικά): δήθεν, υποτίθεται [ΛΜΠ] // scheinbar, angeblich, vermeintlich [etc.]: • Ο μπαρμπα-Τζωρτζ,...
- ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ο...ταχυδρόμος, ο 1) der Briefträger, der Postbote 2) [als Name(nsteil) von Zeitungen bzw. Zeitschriften]: der Bote:...
- ΤΕΙΧΟΣ, το...τείχος, το (Gen.: του τείχους // Pl.: τα τείχη / Gen.: των τειχών) 1. Bedeutung: ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες,...
- ΤΕΚΜΗΡΙΟ, το...τεκμήριο, το • τεκμήριο υπαιτιότητας ° Verschuldensvermutung [zB. nach der griechischen StVO] ...